Αν μπορούσαμε με κάποιο τρόπο να «μεταφερθούμε» για λίγο σε ένα σχολείο της Κρήτης πριν από έναν αιώνα, τίποτα μα τίποτα δεν θα έμοιαζε με την σημερινή εποχή. Η φτώχεια κυριαρχούσε όπου και αν έστρεφες το βλέμμα και οι σημερινές ανέσεις ήταν κάτι που ούτε μπορούσαν να φανταστούν τις δεκαετίες του 1920-1930 οι περισσότερες οικογένειες. Οι γονείς δυσκολεύονταν ακόμη και να προσφέρουν φαγητό στα παιδιά τους, πόσο μάλλον να τους αγοράσουν βιβλία, παπούτσια και ρούχα για το σχολείο. Το «ρασίδι» είναι λοιπόν ένα κομμάτι εκείνης της δύσκολης εποχής στο νησί αλλά και την Ελλάδα ολόκληρη.
Γράφει ο Αντώνης Τσαλίκης για το Daynight.gr
Η λαογραφία εκτός από σημαντικά στοιχεία για την καθημερινή ζωή των Κρητικών πριν από πολλά χρόνια, προκαλεί και την άμεση συνειδητοποίηση των ανέσεων που απολαμβάνουμε όλοι μας σήμερα. Μελετώντας τις συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν οι περισσότεροι κάτοικοι, καταλαβαίνουμε έστω και λίγο τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν για δεκαετίες οι προηγούμενες γενεές. Αυτό που δίχως αμφιβολία κυριαρχούσε πάντως ήταν το πείσμα για καλύτερες ημέρες, οι στενοί οικογενειακοί δεσμοί και η αλληλοϋποστήριξη στις τοπικές κοινότητες.
Τι ήταν το ξεχασμένο πια «ρασίδι» ;
Το ρασίδι ή ρασιδάκι ήταν ένα κάπως περίεργο ρούχο που ήταν πολύ διαδεδομένο σε ολόκληρη την Κρήτη πριν από έναν αιώνα. Ένα πολύ απλό και φτωχικό ένδυμα που συναντούσες περισσότερο στα χωριά όπου το φορούσαν μικρά παιδιά προσχολικής ηλικίας ή δημοτικού. Το παιδικό αυτό ρούχο πήρε την ονομασία του λόγω της ομοιότητας που είχε με τα ράσα που φορούσαν οι παππάδες στην Εκκλησία και το φορούσαν κυρίως τα αγοράκια.
Ενδεικτικό των δυσκολιών εκείνης της εποχής είναι το γεγονός πως το ίδιο αυτό ρούχο, το ρασιδάκι, το φορούσαν τα παιδιά χειμώνα αλλά και κατά την διάρκεια του καλοκαιριού! Επρόκειτο ουσιαστικά για ένα είδος μεγάλης και χοντρής πουκαμίσας που συνήθως έφτανε σε μήκος από τα γόνατα των παιδιών μέχρι τους αστραγάλους.
Εκείνα τα χρόνια οι επιλογές ήταν ανύπαρκτες με εξαίρεση τις λίγο πιο ευκατάστατες οικογένειες. Τα μικρά Κρητικόπουλα αναγκάζονταν να φοράνε τα ρασίδια ακόμη και δεν ήταν όμορφα, είχαν πολλές ατέλειες και φυσικά τα ζέσταιναν κάποιες ημέρες του καλοκαιριού. Σημασία είχε πως υπήρχε ένα ένδυμα να φορέσουν και να πάνε στο σχολείο για να μάθουν γράμματα…
Στην Κρήτη που οι θερινοί μήνες είναι αρκετά ζεστοί, το ρασίδι των παιδιών μπορούσε να είναι φτιαγμένα και από λινό ύφασμα σε αντίθεση με το μάλλινο που φορούσαν κατά την διάρκεια του Χειμώνα. Επίσης, το καλοκαιρινό ρασίδι είχε συνήθως και «σχίσιμο» στο πλάι για να είναι πιο δροσερό σε σύγκριση με το χειμερινό που ήταν κλειστό για ζεστασιά. Τα κορίτσια φόραγαν αντίστοιχα ενδύματα αλλά είχαν την μορφή φουστανιού και όχι «ράσου» όπως τα αγόρια.
Πώς έφτιαχναν οι νοικοκυρές τα «ρασίδια»
Τα ρασίδια όσο απλά φαινόντουσαν στην εμφάνιση τους, τόσο χρόνο και κόπο χρειάζονταν οι νοικοκυρές για να τα φτιάξουν. Είπαμε άλλωστε πως εκείνη η εποχή της παλιάς Κρήτης δεν είχε ανέσεις. Η πρώτη ύλη που χρειάζονταν ήταν το μαλλί προβάτων που υπήρχε μεν διαθέσιμο αλλά όχι πάντα άφθονο. Επιπλέον, απαιτούνταν πολλές διεργασίες προκειμένου το μαλλί από την παραλαβή του να μπορέσει να δουλευτεί στον αργαλειό.
Μέχρι το ακατέργαστο μαλλί να γίνει κλωστή, πέρναγε πολλά στάδια καθαρισμού, λείανσης κ.α. Μόλις έμπαινε πια στον αργαλιό οι γυναίκες αναλάμβαναν να το κάνουν πια ύφασμα και σταδιακά να έχουν ένα προϊόν αρκετά λείο και φυσικά απαλό για να μπορέσει να φορεθεί. Έπειτα από την τεχνική διαδικασία που έκαναν οι γυναίκες, έβγαινε από τον αργαλειό το ύφασμα που θα γίνονταν στην συνέχεια ρασίδι. Το ύφασμα αυτό το ονόμαζαν «ρασιά» και το τοποθετούσαν απλωμένα μέσα σε μία ξύλινη σκάφη, το «γάβαλο». Μια σκάφη ωστόσο που δεν ήταν κλασική και ήθελε επίσης μεγάλη διαδικασία για να φτιαχτεί.
Για να φτιαχτούν στην τελική τους μορφή τα ρασιδάκια, έπρεπε οπωσδήποτε να περάσουν από αυτή την ειδική ξύλινη σκάφη. Για να πάρει κατασκευαστεί όμως το «γάβαλο» έπρεπε μέλη της οικογένειας ή της κοινότητας να ανέβουν στα ψηλά βουνά ώστε να βρουν κατάλληλα πεύκα ή πλατάνια με πολύ μεγάλο κορμό. Με την απαραίτητη βοήθεια μεγάλου πριονιού, δύο άτομα έκοβαν το δέντρο όπως έπρεπε και με υπομονή έπαιρναν το κούτσουρο που χρειάζονταν για επεξεργασία. Αφού έφερναν με γαιδουράκια τα κούτσουρα στο χωριό, τότε ξεκίναγαν το κόψιμο και το σκάλισμα προκειμένου να έχουν ως αποτέλεσμα ένα κοίλο κομμάτι που θύμιζε την κλασική σκάφη των νοικοκυρών.
Μέσα στο ειδικό αυτό κομμάτι ξύλου, θα γινόταν το πάτημα του υφάσματος με τις φτέρνες για ώρα μέχρι να τριφτεί πολύ καλά και να μαλακώσει. Όταν πια η ρασιά είχε κάνει χνούδι με την βοήθεια καυτού νερού και σαπουνιού, ήταν έτοιμη να κοπεί και να φτιαχτεί το ρούχο των παιδιών.