ΚΡΉΤΗ
Θαλάσσιοι εισβολείς «κυριεύουν» τις κρητικές θάλασσες – Τι κινδύνους κρύβουν
Αυξητικές τάσεις στους πληθυσμούς του λαγοκέφαλου και του λεοντόψαρου, των δύο κύριων ειδών ψαριών-εισβολέων, καταγράφουν οι επιστήμονες στην Κρήτη. Η ιδιαιτερότητα στην περίπτωση του λαγοκέφαλου είναι η δυσκολία να αλιευθεί, όχι μόνο επειδή δεν είναι βρώσιμο ψάρι –αντίθετα είναι ιδιαίτερα τοξικό για τον άνθρωπο– αλλά επειδή καταστρέφει τα δίχτυα και τα παραγάδια, προκαλώντας ζημιά στην παράκτια αλιεία. Αντίθετα, για το λεοντόψαρο κερδίζουν σιγά σιγά έδαφος οι εκστρατείες υπέρ της αλίευσής του και της προσθήκης του στη μεσογειακή κουζίνα.
Η Νότα Περιστεράκη είναι βιολόγος – ιχθυολόγος στο Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων στο Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) στην Κρήτη και ασχολείται περισσότερο από μία δεκαετία με την υπόθεση των «εισβολικών ειδών» στις ελληνικές θάλασσες. «Το Ινστιτούτο ξεκίνησε πριν από μερικούς μήνες να δουλεύει σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα με σκοπό τη χαρτογράφηση του λαγοκέφαλου και του λεοντόψαρου και την παρακολούθηση της αύξησης του πληθυσμού τους», εξηγεί στην «Κ». «Ηδη από το 2013 είχαμε εκτιμήσει ότι οι πληθυσμοί των δύο ειδών στην Κρήτη και γενικά στο νότιο Αιγαίο ήταν σε φάση ανάπτυξης και τελικά επιβεβαιωθήκαμε ως προς την εκτίμησή μας. Ειδικά για τον λαγοκέφαλο, έχει σήμερα εξαπλωθεί ιδιαίτερα στην Κρήτη, στα νότια Δωδεκάνησα και σιγά σιγά στη νότια Πελοπόννησο».
Οι λαγοκέφαλοι είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αλιευθούν. «Εχουν πολύ ισχυρά σαγόνια και κόβουν τα δίχτυα και τα παραγάδια. Σε αναλύσεις που πραγματοποιήσαμε στο στομάχι λαγοκέφαλων βρήκαμε ολόκληρα κομμάτια από δίχτυα, αγκίστρια κ.λπ. Αρα η εικόνα που εμείς αποκτούμε μέσω της οργανωμένης αλιείας είναι περιορισμένη. Από την άλλη πλευρά, καταγράφουμε την επίπτωση του λαγοκέφαλου στην αλιεία, ιδίως την ερασιτεχνική: δεν είναι μόνο οι ζημιές σε αλιευτικά εργαλεία αλλά και στα ίδια τα αλιεύματα, καθώς οι λαγοκέφαλοι τρώνε τα ψάρια που εγκλωβίζονται μαζί τους στα δίχτυα (το καταλαβαίνουμε γιατί έχουν ένα πολύ χαρακτηριστικό τριγωνικό φάγωμα, που θυμίζει ράμφος) πριν διαφύγουν από αυτά».
Στο ίδιο ερευνητικό πρόγραμμα το ΕΛΚΕΘΕ μελετά την τοξίνη του λαγοκέφαλου και τις εφαρμογές που αυτή μπορεί να έχει, αλλά και τρόπους σύλληψής του. «Στόχος μας είναι να βρούμε τρόπους άλλης αξιοποίησης της τοξίνης (για προϊόντα όπως καλλυντικά), ώστε να αποκτήσει αξία η αλίευσή τους. Ταυτόχρονα κατασκευάζουμε και δοκιμάζουμε αλιευτικά εργαλεία. Για παράδειγμα, ερευνούμε αν η φερορμόνη τα προσελκύει, ώστε να κατασκευάσουμε χημικές παγίδες ανάλογες με αυτές που ήδη χρησιμοποιούνται για άλλα είδη στα γλυκά νερά», εξηγεί η κ. Περιστεράκη.
Οσον αφορά το λεοντόψαρο, οι επιστήμονες καταγράφουν σημαντική αύξηση πληθυσμού. «Παρότι το λεοντόψαρο συνήθως ζει σε βραχώδη υποστρώματα, στην Κρήτη αλιεύεται πολύ με δίχτυα. Από ζωντανά ψάρια που μελετούμε σε συνεργασία με το Εργαστήριο Φυσιολογίας Ιχθύων του Πανεπιστημίου Κρήτης, βλέπουμε ότι το λεοντόψαρο δύσκολα θα φάει κάτι άλλο εκτός από μικρά ψαράκια, δηλαδή γόνο – και αυτή είναι η ζημιά που προκαλεί στα άλλα είδη. Η μελέτη του είδους πάντως θα μας δώσει πολύτιμα στοιχεία για την αλληλεπίδρασή του με άλλα είδη».
Αντίθετα όμως με τον λαγοκέφαλο, το λεοντόψαρο είναι βρώσιμο (το δηλητήριό του βρίσκεται στα αγκάθια του, άρα το βασικό πρόβλημα είναι… στο καθάρισμα). «Κάνουμε και εμείς, όπως και άλλοι φορείς δράσεις για να τον γνωρίσει το κοινό, μέχρι και συνταγές. Αν αποκτήσει εμπορική αξία, αυτό θα είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί θα βοηθήσει στην αλίευσή του».
Το ερευνητικό πρόγραμμα για τον λαγοκέφαλο και το λεοντόψαρο ονομάζεται «Lionhare», χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ (επιχειρησιακό πρόγραμμα Αλιείας) και θα διαρκέσει έως την άνοιξη του 2023. Σε αυτό συμμετέχουν εκτός από το ΕΛΚΕΘΕ, που είναι ο συντονιστής, και τα πανεπιστήμια Πατρών και Κρήτης. «Φιλοδοξία μας είναι να χαρτογραφήσουμε και τα δύο είδη και τα σημαντικά ενδιαιτήματά τους, ώστε να προτείνουμε διαχειριστικές παρεμβάσεις», καταλήγει η κ. Περιστεράκη.
Οι επιπτώσεις στο θαλάσσιο περιβάλλον
Ο λαγοκέφαλος (Lagocephalus sceleratus) και το λεοντόψαρο (Pterois spp) αποτελούν τα τελευταία χρόνια ένα υπαρκτό πρόβλημα για τις ελληνικές θάλασσες, όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του ερευνητικού προγράμματος (lionhare.hcmr.gr). Τα δύο είδη εισέβαλαν στα νερά της Μεσογείου από το Κανάλι του Σουέζ και η εξάπλωσή τους έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις σε πολλές περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου (ακτές της Λεβαντίνης, Κύπρος, Νότιο Αιγαίο, Κρήτη, Ν. Ιόνιο) με σημαντικές επιπτώσεις τόσο στη βιοποικιλότητα και στο θαλάσσιο περιβάλλον, όσο και στις τοπικές αλιείες.
Όπως επισημαίνει η ερευνητική ομάδα, η εμπορία του λαγοκέφαλου δεν επιτρέπεται, γιατί η κατανάλωσή του από τον άνθρωπο μπορεί να είναι θανατηφόρος, καθώς περιέχει μια επικίνδυνη νευροπαραλυτική τοξίνη στους ιστούς του. Επίσης, το είδος δεν έχει εχθρούς στη Μεσόγειο, γεγονός που του δίνει τη δυνατότητα να εξαπλώνεται με εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς. Κοινά μέτρα για τον περιορισμό του πληθυσμού του δεν έχουν αποδώσει, γι’ αυτό είναι αναγκαία η μελέτη νέων καινοτόμων μεθόδων.
Αντίθετα το λεοντόψαρο, το οποίο εμφανίστηκε πιο πρόσφατα στις ελληνικές θάλασσες (2015), έχει ήδη εξαπλωθεί σχεδόν σε όλη την επικράτεια, ενώ έχει αναπτύξει μεγάλους πληθυσμούς στα νότια Δωδεκάνησα και στην Κρήτη. Είναι χωροκατακτητικό είδος και θεωρείται ένα από τα χειρότερα εισβολικά είδη, όσον αφορά τις επιπτώσεις του στην αυτόχθονη ιχθυοπανίδα, καθώς τρέφεται κυρίως με νεαρά άτομα αυτόχθονων ψαριών. Είναι ωστόσο βρώσιμο και μπορεί να καταναλωθεί άφοβα.
Γενικά, σύμφωνα με την περιβαλλοντική οργάνωση iSea που έχει ασχοληθεί εκτενώς με το πρόβλημα των ξενικών ειδών, η Μεσόγειος αντιμετωπίζει σοβαρό ζήτημα την τελευταία δεκαετία καθώς έχουν καταγραφεί στα νερά της περισσότερα από 1.000 θαλάσσια ξενικά είδη. Η Ελλάδα θεωρείται από τις χώρες που έχουν επηρεαστεί περισσότερο, καθώς περί τα 300 είδη – εισβολείς έχουν καταγραφεί σε ελληνικές θάλασσες.
Διαβάστε τη συνέχεια στο parakritika