ΚΡΉΤΗ
«Η μεγάλη μαμά δε ζει πια…»: Ο συγκλονιστικός αποχαιρετισμός μιας Κρητικιάς στη γιαγιά της | ΦΩΤΟ
Ο θάνατος δεν μπαίνει σε ζύγι. Δεν υπάρχει ανώδυνος κι επώδυνος θάνατος. Ωστόσο, τα έχει φέρει έτσι η ζωή στην εποχή της μη κανονικότητας, που ένας θάνατος αποκτά άλλη βαρύτητα. Όχι μεγαλύτερη, αλλά σαφώς πιο ιδιαίτερη.
Και αυτό έχει να κάνει με την ανημποριά των ζώντων να παρευρεθούν στο στερνό αντίο εκείνου που φεύγει από τη ζωή. Την αδυναμία να είσαι εκεί για να δώσεις το τελευταίο φιλί στον άνθρωπο που στιγμάτισε τη ζωή σου.
Το αλλόκοσμο αυτό συναίσθημα, το βίωσε πρόσφατα μέσα στο πετσί της η συγγραφέας Πέλα Σουλτάτου, η οποία έχει καταγωγή από την Κρήτη. Έχασε την γιαγιά της, την μεγάλη της μαμά, όπως την χαρακτηρίζει η ίδια στην αφήγησή της στον προσωπικό της λογαριασμό στο facebook.
Διαβάστε επίσης:
Η γιαγιά, αρχέτυπο ορεσίβιας Κρητικιάς αλλοτινών δεκαετιών, όπως την περιγράφει η εγγονή της, έζησε τα χρόνια της στο Οροπέδιο Λασιθίου και με το φευγιό της, έδωσε την αφορμή για ένα συνταρακτικό «αντίο» από την πλευρά της κ. Σουλτάτου με όπλο της τις πλημμυρισμένες από συναίσθημα λέξεις…
Ο αποχαιρετισμός της Πέλας Σουλτάτου:
«Η μεγάλη μαμά δε ζει πια. Έκλεισε τα μάτια της αποκαμωμένη από μια ολόκληρη ζωή στον μόχθο.
Η μεγάλη μου μαμά δεν γνώρισε παιδικά χρόνια, γεννήθηκε σε μια φτωχή πολυμελή οικογένεια στο Οροπέδιο Λασιθίου και δούλευε στα χωράφια από πάντα.
Η μεγάλη μου μαμά γέννησε στο σπίτι τρία κορίτσια και τα ανέθρεψε χωρίς καμιά βοήθεια.
Η μεγάλη μου μαμά δε φόρεσε παρά μονάχα σκούρα ρούχα, δεν έμαθε να οδηγεί, δεν κάπνισε, δεν μέθυσε, δεν ξενύχτησε, δεν ταξίδεψε, δεν είχε εραστές, δεν σπούδασε, δεν άνοιξε ποτέ τα φτερά της.
Η μεγάλη μου μαμά, έμαθε να πλένει τα ρούχα στη σκάφη, να τηγανίζει τις πιο νόστιμες πατάτες του κόσμου στην παρασιά , να αρμέγει την αίγα, να μαζεύει ελιές, να ζυμώνει εφτάζυμο ψωμί, να κουβαλά δεμάτια ξύλα στην πλάτη, να μαγεροτσικαλιάζει, μέρα τη μέρα, έγνοια την έγνοια, καθήκον μόνο καθήκον.
Η μεγάλη μου μαμά, έμαθε να μη μιλάει πολύ, να μη λέει μεγάλα λόγια, να μη γελάει πολύ, να μη ζητάει τίποτα, να μην «παραβαρύνει» τους άλλους, εννοώντας να μην επιβαρύνει.
Δεν έχω γνωρίσει πιο εργατικό, διακριτικό, συνετό και περήφανο άνθρωπο από σένα, μεγάλη μου μαμά.
Σ’ αγαπώ και σπαράζει η καρδιά που ήρθαν έτσι τα πράγματα ώστε δε μπόρεσα να σ’ αποχαιρετήσω και να πάρω αγκαλιά τη μικρή μου τη μαμά, την κόρη σου, τη μαμά μου…»