ΚΡΉΤΗ
Μοναδικό αφιέρωμα: Οι οδηγοί και οι ελεγκτές των Κρητικών ΚΤΕΛ διηγούνται τις ιστορίες τους!
Ηταν εποχές που το να κινηθείς προς τα ορεινά, να φύγεις για τα νότια της Κρήτης ήταν μια μικρή περιπέτεια. Το ίδιο ακόμα και το δρομολόγιο προς το Ηράκλειο.
Και αν για τον επισκέπτη η ταλαιπωρία μπορεί να είχε και τις ευχάριστες πτυχές της, για τον μόνιμο κάτοικο αυτή ήταν η καθημερινότητα του. Για αυτό και ο ρόλος των οδηγών και των εισπρακτόρων της εποχής ήταν κάτι παραπάνω από σπουδαίος. Το έργο τους ήταν περισσότερο κοινωνικό, κάτι που αποκαλύπτεται ξεκάθαρα και στις διηγήσεις τους. Ανθρωποι που τις προηγούμενες δεκαετίες έζησαν πάνω στα λεωφορεία, μας εξομολογούνται για αυτά που έζησαν.
«Έπιασα το τιμόνι πρώτη φορά για δουλειά, το 1971. Ο πατέρας μου είχε λεωφορείο και μόλις απολύθηκα από το στρατό σε ηλικία 21 ετών άρχισα να δουλεύω» μας λέει ο κ. Μιχάλης Ψαθογιαννάκης για χρόνια οδηγός στο ΚΤΕΛ Χανίων – Ρεθύμνης. Το πρώτο δρομολόγιο ήταν και από τα δύσκολα. «Φίλος ο προϊστάμενος ο Μάρκος Κανιτσάκης με έστειλε Χειμώνα, Μάρτη μήνα στο Θέρισο. Τότε ο δρόμος ήταν πολύ χάλια, ήταν καλντερίμι, πιο στενός. Δύσκολη διαδρομή για ένα νέο οδηγό. Τότε για τους οδηγούς οι χειρότερες διαδρομές ήταν αυτή του Θερίσου, να πας Μεσκλά, Σέλινο, Σφακιά. Αρχές και μέσα δεκαετίας του ’70 οι δρόμοι ήταν σε άθλια κατάσταση. Ακόμα και στο Ηράκλειο έπρεπε να πας από τον παλιό δρόμο, δεν υπήρχε η σημερινή εθνική. Τότε ήθελες 2 ώρες για το Ρέθυμνο και άλλες 2,5 ώρες για το Ηράκλειο. Για μένα αυτή ήταν η πιο ζόρικη διαδρομή.
Το 1977 ο κ. Ψαθογιαννάκης κυκλοφορεί το πρώτο 50άρι λεωφορείο και τότε ξεκινάει και μια προσπάθεια αναβάθμισης των συγκοινωνιών. Και ο κ. Ψαθογιαννάκης τονίζει τον κοινωνικό ρόλο του ΚΤΕΛ και των λεωφορείων.
Το 1965 πρωτοδούλεψε ως εισπράκτορας ο κ. Προκόπης Τωμαδάκης, και έμεινε για πολλά χρόνια στα λεγόμενα ορεινά λεωφορεία του ΚΤΕΛ που έκαναν τη γραμμή: Χανιά, Ροδοβάνι, Σούγια, Κουστογέρακο τρεις μέρες την εβδομάδα και άλλες τρεις ημέρες το Χανιά, Ροδοβάνι, Τεμένια, Παλιόχωρα.
Ιδιαίτερα αγαπητός στους κατοίκους της επαρχίας και όχι μόνο, ο κ. Προκόπης ήταν για χρόνια πολλά ίσως πιο σημαντικός και από τον αγροτικό γιατρό! «Για να πας Κουστογέρακο από τα Χανιά χρειάζονταν 4 ώρες! Μέσα στο λεωφορείο είχαμε γαλότσες, φτυάρια, σκαλίδες γιατί σε διάφορα σημεία ή είχαν πέσει πέτρες και χώματα ή τον Χειμώνα ο δρόμος είχε κλείσει από το χιόνι. Αμέτρητες οι φορές που σταματήσαμε για να βγάλουμε χώματα, πέτρες ή χιόνι. Θυμάμαι μια φορά που πηγαίναμε από Ροδοβάνι προς Σούγια πως είχαμε φτάσει σε ένα σημείο που είχε ενάμιση μέτρο λάσπη. Κατέβηκαν οι επιβάτες και ξεριζώσαμε 3 πεζούλες αστοιβίδες που τις βάλαμε πάνω στη λάσπη για να περάσει το λεωφορείο!» θυμάται ο συνομιλητής μας. Σε ένα άλλο περιστατικό όταν πήγαινε πάλι Αν. Σέλινο, ενώ χιόνιζε, κόπηκε ο υαλοκαθαριστήρας του λεωφορείου. «Επεφτε το χιόνι με το τουλούμι. Με 30 επιβάτες τι θα κάναμε θα μέναμε στο δρόμο. Βγήκα λοιπόν και κάθισα στο καπό του λεωφορείου και με τα χέρια καθάριζα το παρμπρίζ μέχρι να κάνουμε τα 6 χλμ. και να φτάσουμε στην Αγ. Ειρήνη. Όταν φτάσαμε εκεί τα χέρια μου ήταν ξύλα, πάνω μου θα είχα και εγώ δεν ξέρω πόσα κιλά χιόνι! Μια ώρα με έτριβαν για να συνέλθω!».ΓΝΩΣΕΙΣ… ΙΑΤΡΙΚΕΣ
Ειδικά κάθε φορά που χιόνιζε τα προβλήματα πολλαπλασιάζονταν. «Ξεκινούσαμε από Χανιά για Αν. Σέλινο και μας λέει ο σταθμάρχης να μην πάμε καλύτερα γιατί χιόνιζε. Λέμε με τον οδηγό τον Γιώργο Παρδαλάκη ένα πολύ γερό παλικάρι ότι θέλουμε να κάνουμε το αγώι. Με 30 επιβάτες, περάσαμε τον Σέμπρωνα και 1,5 χιλ. μετά, αρχίζει ο χιονιάς. Δεν μπορούσαμε να πάμε ούτε μπρος, ούτε πίσω! Αφήνουμε το λεωφορείο για να γυρίσουμε όλοι στο Σέμπρωνα, αλλά ήταν και μια γυναίκα που είχε βγει από το νοσοκομείο και πήγαινε στο σπίτι της στον Πρινέ! Δεν μπορούσε η γυναίκα να περπατήσει! Την παίρνω λοιπόν στην πλάτη για 1,5 χλμ. μέχρι το χωριό. Ομως η γυναίκα δεν αισθάνονταν καλά, ήταν σε κακή κατάσταση και επιδεινώνονταν συνεχώς. Καλέσαμε λοιπόν ασθενοφόρο που δεν μπορούσε να πάει πιο πάνω από τον Πρασσέ. Με άλλους τρεις επιβάτες την πήραμε πάλι λοιπόν στις πλάτες μας και την κατεβάσαμε στον Πρασσέ όπου την πήρε ασθενοφόρο και την πήγε στο Νοσοκομείο» θυμάται ο συνομιλητής μας.
Σε ένα άλλο περιστατικό μια γυναίκα παθαίνει ανακοπή μέσα στο λεωφορείο μεταξύ Ν. Ρουμάτων και Πρασσέ. «Είχαμε μαζί μας ασύρματο και αναζήτησα βοήθεια. Στο ΚΤΕΛ ήλθε γιατρός και από εκεί μέσω ασυρμάτου μου έδιναν πληροφορίες για το τι έπρεπε να κάνουμε για να την κρατήσουμε στη ζωή μέχρι να έλθει βοήθεια από το ασθενοφόρο. Και η γυναίκα αυτή ζει ακόμα, καθώς στο Νοσοκομείο είπαν πως αν δεν τις είχαμε δώσει τις πρώτες βοήθειες θα είχε πεθάνει. Και μόνο αυτό; Πόσες φορές δεν είχα κάνει ενέσεις σε αρρώστους στο Λιβαδά, στη Σούγια; Στη Μονή είχε πέσει από το γάιδαρο του στην άκρη του δρόμου ένας Λαμπουσάκης και είχε σπάσει το πόδι. Από το γόνατο μέχρι τη λεκάνη! Σταμάτησαν το λεωφορείο μήπως υπάρχει κάποιος άνθρωπος να βοηθήσει. Κατεβαίνω κάτω, παίρνω τρία ξύλα 50 πόντους το καθένα και του έδεσα το πόδι του με σκοινί. Τον βάλαμε σε ένα κρεβάτι και αυτό πάνω σε ένα αγροτικό που τον έφερε στα Χανιά. Πόσες φορές κουβαλούσαμε στις πλάτες μας ανθρώπους που έβγαιναν από το Νοσοκομείο έφταναν με το λεωφορείο στο χωριό τους και δεν μπορούσαν να πάνε σπίτια τους! Δεν έκανε άλλος τέτοια πράγματα, είχα βέβαια πάντα οδηγούς μάλαμα, τον Παπαφιλιπάκη, τον Ανδρέα Κουτσοπεράκη, τον Γιώργο Παρδαλάκη…».ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΨΩΜΙΟΥ
Την εποχή εκείνη τα λεωφορεία δεν μετέφεραν μόνο τους κατοίκους των χωριών αλλά μερικές φορές και τα… ζωντανά τους. «Είχαμε σχάρα πίσω για όλα αυτά. Μέχρι και ζωντανό μοσχάρι είχαμε φέρει από τον Ασφεντυλέ! Αλλες φορές σταματούσαμε στον φούρνο στο Σκινέ από όπου φορτώναμε 12 τσουβάλια ψωμί για το Ανατολικό Σέλινο και το μοίραζα από το Επανοχώρι μέχρι το Κουστογέρακο. Επαιρνα και εγώ μια κουραμάνα και την έκοβα σε φέτες που τις κερνούσα στους επιβάτες. Ανάμεσά τους το Καλοκαίρι και τουρίστες, λίγοι στην αρχή, περισσότεροι μετά! Εκεί να δεις ενθουσιασμός…» αφηγείται ο κ. Προκόπης.
ΣΥΝΟΜΙΛΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΙΣΤΕΣ
Οταν ξεκίνησε πιο μαζικά ο τουρισμός οι εισπράκτορες ήταν από τους πρώτους που ήλθαν σε επαφή με τους επισκέπτες. Πώς γινόταν η συνεννόηση; «Λίγα αγγλικά, δύο λέξεις γαλλικά, γερμανικά, τα κατάφερνα. Οταν επρόκειτο να φύγουμε από τον σταθμό φώναζα “Ολ τούριστ, Καμ του Σούγια, Γκουντ Ρουμ, Μαντζάρια”. Γελούσαν οι τουρίστες, χειροκροτούσαν, δημιουργούνταν ευχάριστο κλίμα. Μια φορά μια Γερμανίδα τουρίστρια λιποθύμησε μέσα στο λεωφορείο. Είχα φαρμακείο με πιεσόμετρο. Τη συνέφερα, της πήρα την πίεση και την πήγα στη Σούγια. Εκεί έμεινε 20 ημέρες και κάθε μέρα που πηγαίναμε με περίμενε για να με αγκαλιάσει. Και δεν ξέρω τι ήταν η γυναίκα αυτή, αλλά έγραψε την ιστορία αυτή σε ένα μεγάλο περιοδικό στη Γερμανία με τη φωτογραφία μου, με το λεωφορείο! Το έβλεπαν εδώ και δεν το πίστευαν!
Το έργο μας ήταν πρωτίστως κοινωνικό από βελόνες μέχρι φάρμακα μεταφέραμε. Δεν υπήρχε μέρα που να μην έχουμε μεταφορά φαρμάκων. Στο Κουστογεράκο χαρακτηριστικά τα έβαζα σε ένα τραπέζι στην πλατεία και φώναζα ένα-ένα τα ονόματα και τα μοίραζα στους ανθρώπους. Και βέβαια πολλές φορές να πάρουμε τσάντες και καλάθια που στέλνανε στα παιδιά τους στην πόλη που ήταν μαθητές ή σπούδαζαν. Από την τσέπη μου πλήρωνα τη μεταφορά και εκείνοι για ανταμοιβή μου έδιναν γάλα. Δυστυχώς τώρα πάνε να καταργήσουν τους εισπράκτορες και αυτό είναι λυπηρό γιατί ο εισπράκτορας βοηθάει, χρειάζεται σε ένα μέσο μεταφοράς!»
Ο οδηγός της ορεινής Κισάμου
Οικογενειακή υπόθεση το λεωφορείο και για τον κ. Χρήστο Μαρονικολάκη που συνέχισε την εργασία του πατέρα του. Για πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο έκανε τη διαδρομή Καστέλι Κισάμου, Ελος, Χρυσοσκαλίτισσα. «Ξεκίνησα ως εισπράκτορας στο λεωφορείο του πατέρα μου και μετά οδηγός. Ο άσφαλτος τότε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 σταματούσε στον… Ταυρωνίτη. Παραπέρα μόνο χωματόδρομοι! Για να πας ορεινή Κίσαμο, να φτάσεις Χρυσοσκαλίτισσα ο δρόμος ήταν… δράμα. Βέβαια δεν υπήρχε καθόλου κίνηση, αμάξι άλλο δεν έβλεπες! Καμιά σχέση με σήμερα που στο Λαφονήσι ξέρετε τι γίνεται όλο το Καλοκαίρι» επισημαίνει ο κ. Χρήστος.
Την εποχή εκείνη οι ζημιές αποτελούσαν… καθημερινό φαινόμενο. «Μπορεί να είχαμε και 2-3 ημέρες το αυτοκίνητο αραγμένο μέχρι να αποκατασταθεί η ζημιά. Οταν έκοβε το χωνί που κρατούσε το διαφορικό τι να κάνεις; Τότε μετά τον πόλεμο βγάζαμε όλο το διαφορικό και οι μάστορες χρησιμοποιούσαν κάννες κανονιών που ήταν πολύ ανθεκτικές ως άξονες για να μην ξανακόψουν» σημειώνει.
Για τα Εννιά Χωριά (Ιναχωρίο) το λεωφορείο ήταν κάτι παραπάνω από χρήσιμο δεδομένης της δυσκολίας στην πρόσβαση. «Πόσες φορές μας ξύπνησαν τη νύχτα να φέρουμε ένα τραυματία, ένα άρρωστο στα Χανιά γιατί ήταν ανάγκη; Και να πρέπει να γυρίσουμε και τη νύχτα για να κάνουμε την επομένη το πρωί το δρομολόγιο κανονικά γιατί δεν μπορούσαμε να μην το κάνουμε. Ηταν τέτοιες οι ανάγκες που δεν μπορούσες να κάνεις διαφορετικά. Ηταν κοινωνικό το έργο μας πιο πολύ από μεταφορικό. Να φέρουμε στα Χανιά τα καλάθια που έστελναν οι γονείς στους μαθητές, στους φοιτητές με τις χυλοπίτες, τα αυγά. Μεγάλη φτώχεια τότε και αν δεν έφτανε το λεωφορείο μπορεί να μην είχε να φάει. Υπήρχαν φορές που υπήρχε και δυσαρέσκεια γιατί καθυστερούσαμε στο δρομολόγιο, δεν φτάναμε στην ώρα μας στον προορισμό ή στη στάση. Αλλά τι να κάνεις αφού οι βλάβες ήταν συχνές και κάθε λίγο έπρεπε να σταματάς. Να έχεις βάλει καινούργια λάστιχα, να τα έχεις πάρει με γραμμάτια και στο πρώτο δρομολόγιο να στα κόψει μια πέτρα, να στα αχρηστεύσει. Ομως η πλειοψηφία του κόσμου αναγνώριζε το έργο μας. Μου έλεγε ο πατέρας μου ότι “πρέπει να έχεις μεγάλο στομάχι σε αυτή τη δουλειά. Να προσέχεις τον κόσμο, να μην αφήνεις κανένα απ’ έξω όταν χωράει στο αυτοκίνητο. Αν κάποιος σου παραγγείλει φάρμακα να τους πας όσο πιο γρήγορα μπορείς γιατί μπορεί να κοστίσει τη ζωή του”. Αυτές τις κουβέντες του πάντα της τηρούσα» θυμάται ο κ. Χρήστος!
Ο ΤΡΟΜΟΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΩΝ
Οταν τα χρόνια πέρασαν, το ΚΤΕΛ ενοποιήθηκε αρχικά και στη συνέχεια μοιράστηκε στα δύο και ο κ. Μαρονικολάκης πραγματοποιούσε και άλλα δρομολόγια. «Για μένα η πιο δύσκολη διαδρομή ήταν αυτή προς Ηράκλειο από την παλιά εθνική. Σπάνια να μη γινόταν τρακάρισμα, γιατί ο δρόμος ήταν στενός, γλιστρούσε πολύ! Δεν μου άρεσε καθόλου το δρομολόγιο αυτό ειδικά τον Χειμώνα. Τη διαδρομή προς τα Εννιά Χωριά την είχα μάθει απ’ έξω, την έκανα με κλειστά τα μάτια. Παίρναμε τους τουρίστες που ήθελαν να πάνε στο Λαφονήσι και τους έβλεπες να σφίγγονται και να ιδρώνουν κάθε φορά που περνούσαμε μια επικίνδυνη στροφή και έβλεπαν τα γκρεμνά από κάτω. Μόλις φτάναμε στο Λαφονήσι θυμάμαι ότι μας χειροκροτούσαν και έβγαζαν τα λεξικά τους και μας διάβαζαν: “Συγχαρητήρια, είστε καλός οδηγός!”. Οι ταλαίπωροι φοβούνταν, τι να κάνουν;».
Είναι χρόνια τώρα που ο κ. Χρήστος είναι συνταξιούχος αλλά ο κόσμος που τον θυμάται ως οδηγό πολύς. «Πάω σε υπηρεσίες, ακόμα και στον δρόμο και μου λένε άνθρωποι που με συναντάνε “καλώς τον κ. Χρήστο. Είμαι ο τάδε που μας πήγαινες σε εκείνο το χωριό”. Πάντως αν ξαναζούσα τη ζωή μου πάλι οδηγός θα γινόμουν! Γιατί μου άρεσε το επάγγελμα αυτό» καταλήγει.
Πηγή: www.haniotika-nea.gr