«Δεν μπόρεσε να αγγίξει τον κόσμο, ο κόσμος όμως ένιωσε το άγγιγμα του»: Αυτή θα μπορούσε να είναι στα ελληνικά η απόδοση της επιγραφής που επέλεξαν οι γονείς του Ντέιβιντ Βέττερ για την τελευταία του κατοικία.
Και είναι πέρα για πέρα αληθινή. Το αγόρι που πέθανε σε ηλικία 12 ετών έζησε όλη του τη ζωή μέσα σε μια πλαστική φούσκα, καθώς οποιαδήποτε επαφή του με ένα μικρόβιο θα μπορούσε να αποβεί μοιραία.
Ο Ντέιβιντ γεννήθηκε το 1971 στο Χιούστον του Τέξας. Έπασχε από Σοβαρή Συνδυασμένη Ανοσοανεπάρκεια (SCID) και η ασθένεια του δεν προκάλεσε έκπληξη στους γιατρούς. Οι γονείς του Ντέιβιντ είχαν ήδη χάσει ένα παιδί, σε ηλικία μόλις 7 μηνών, ακριβώς από την ίδια πάθηση –και τα δυο αγόρια της οικογένειας έπασχαν από την πιο κοινή παραλλαγή της νόσου SCID, η οποία χαρακτηριζόταν από ένα θανατηφόρο ελάττωμα στο χρωμόσωμα Χ και, αν και τα κορίτσια μπορούν να είναι φορείς, ταλαιπωρούσε μόνο τα αγόρια. Οι πιθανότητες που έδιναν οι γιατροί για να γεννηθεί και ο 2ος γιος της οικογένειας χωρίς ανοσοποιητικό σύστημα ήταν περίπου 50%. Οι γονείς του Ντέιβιντ, που ήδη είχαν μια κόρη, πήραν την απόφαση να το ρισκάρουν. Γνώριζαν πως οι μεταμοσχεύεις του μυελού των οστών ήταν ένα πεδίο που εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε ταχύτατη ανάπτυξη και ήλπιζαν πως με αυτήν τη μέθοδο θα μπορούσε να αποκατασταθεί η βλάβη στο ανοσοποιητικό σύστημα του γιου τους. Η κόρη τους, Κάθριν, θα ήταν η ιδανική δότρια.
Δευτερόλεπτα αφότου ο Ντέιβιντ ανέπνευσε για πρώτη φορά, τον έβαλαν μέσα σε μια αποστειρωμένη πλαστική φούσκα. Η ελπίδα ήταν πως το βρέφος θα έμενε στη φούσκα μέχρι να γίνει η μεταμόσχευση. Το αίμα της Κάθριν όμως αποδείχθηκε ότι δεν ήταν πλήρως συμβατό. Ο Ντέιβιντ μεγάλωνε και μεγάλωνε, η ζωή του στη φούσκα ήταν πλέον μόνιμη, και οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρουν την κατάλληλη για αυτόν θεραπεία. Και ενώ είχαν υπάρξει και άλλα μωρά που είχαν μπει σε φούσκα, κανένα δεν έμεινε για τόσο καιρό όσο Ντέιβιντ.