Έπρεπε να περάσουν πάνω από 100 χρόνια για να μάθουμε με ιστορικά στοιχεία πως δεν ήταν ο Σερ Άρθουρ Έβανς εκείνος που εντόπισε την αρχαιολογική περιοχή της Κνωσού και έκανε την πρώτη ανασκαφή. Ήδη από το 1878, ο Ηρακλειώτης έμπορος Μίνωας Καλοκαιρινός, στα 34 του χρόνια, ανακάλυπτε τα πρώτα αρχαιολογικά ευρήματα της μινωικής Κρήτης. Μπορεί να χρειάστηκαν πολλά χρόνια μέχρι να αποκαλυφθεί η πραγματική ροή των γεγονότων, αλλά τελικά η αλήθεια αποκαταστάθηκε το έτος 1987. Τότε που η δισέγγονη του Μαριέλλη Σφακιανάκη έφερε στο φως της δημοσιότητας τα χειρόγραφα του παππού της από εκείνη την μακρινή περίοδο.
Γράφει ο Αντώνης Τσαλίκης για το Daynight.gr
Ο μέχρι πρόσφατα άγνωστος στους «κύκλους» της αρχαιολογίας, Μίνωας Καλοκαιρινός, γεννήθηκε το 1843 στο Ηράκλειο της Κρήτης από εύπορη οικογένεια εμπόρων. Όντας το τελευταίο παιδί ανάμεσα στα μεγαλύτερα αδέρφια του, ο «Μίνως» είχε πολλές σημαντικές επιρροές από νεαρή ηλικία και σταθερή αγάπη για γνώση και νέες εμπειρίες. Η άνετη ζωή που αρχικά όλοι πίστευαν πως θα είχε ως γόνος πλουσίων Κρητικών, δεν έγινε πραγματικότητα. Ήταν ο ίδιος ωστόσο που κατάφερε ξεπεράσει δυσκολίες και να έχει επιτυχίες που πολλοί θα ζήλευαν.
Σε ηλικία 11 ετών έχασε την μητέρα του, «ξενιτεύτηκε» στην Σύρο όπου τέλειωσε το γυμνάσιο και κατέληξε να σπουδάζει στην Νομική Αθηνών. Όταν όμως πέθανε και ο πατέρας του αποφάσισε να αφήσει τις σπουδές σε ηλικία 21 ετών και να επιστρέψει πίσω στο νησί προκειμένου να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις και την περιουσία της οικογένειας. Η συνέχεια στον επαγγελματικό τομέα ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη αλλά ο νεαρός ακόμη Μίνωας είχε ακόμη μεγαλύτερες επιδιώξεις. Παράλληλα με τις υποχρεώσεις του για χρόνια, δεν σταμάτησε παράλληλα να διαβάζει αρχαίους συγγραφείς και γενικά να μελετάει την ιστορία.
Πιο συγκεκριμένα τον γοήτευε η αρχαία ελληνική ιστορία και ο τότε «μύθος» του σπουδαίου Κρητικού πολιτισμού πριν από αρκετούς αιώνες. Όπως αναφέρεται σε ιστορικά στοιχεία, ο Ηρακλειώτης έμπορος έψαχνε από την εφηβική του ηλικία να αποδείξει με στοιχεία πως ο μινωικός κόσμος δεν ήταν ένα παραμύθι που περνούσε από γενιά σε γενιά. Ήταν η περίοδος που βρήκε σε μια σπηλιά κομμάτια από τους μεγάλης αρχαιολογικής σημασίας «νόμους της Γόρτυνας».
Ιδιαίτερο ρόλο διαδραμάτισε στην πορεία του Μίνωα το έτος 1865. Εκείνη την χρονιά αποφάσισε να φιλοξενήσει στο πατρικό του σπίτι έναν επίσης νεαρό Γάλλο αρχαιολόγο. Ίσως τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί πολύ πιο γρήγορα αν δεν μεσολαβούσε η αποτυχημένη επανάσταση των Κρητικών το 1866 που «πνίγηκε». Η σύντομη επαφή του πάντως με τον αρχαιολόγο «άναψε» για τα καλά το ενδιαφέρον του για την πιο έντονη ενασχόληση του με την έρευνα και αργότερα τις ανασκαφές.
Αφήνοντας για το μέλλον τα όνειρα του για αρχαιολογικές ανακαλύψεις, ο Μίνωας Καλοκαιρινός έγινε ένας επιφανής έμπορος λαδιού και σαπουνιού στην περιοχή, ενώ παράλληλα προσέφερε τις υπηρεσίες του ως διερμηνέας στο αγγλικό προξενείο του Ηρακλείου. Την ίδια περίοδο, ο διάσημος αρχαιολόγος Ερρίκος Σλίμαν «ξέθαβε» την Τροία στη Μ. Ασία και τις Μυκήνες στον κάμπο του Άργους.
Όταν το 1878 ο Σουλτάνος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει ορισμένα προνόμια και μια μορφή αυτονομίας στο νησί της Κρήτης κάποιοι Έλληνες δεν άφησαν την ευκαιρία χαμένη και επιδίωξαν τις επιθυμίες που ανέβαλαν για χρόνια. Αφού η Τροία και οι Μυκήνες ήταν πράγματι ιστορικές πόλης της αρχαιότητας, γιατί να μην ήταν πραγματική και η μινωική αυτοκρατορία; Ο Ιωσήφ Χατζιδάκης και ο γνωστός μελετητής του κείμενο του Ερωτόκριτου αρχαιολόγος Στέφανος Ξανθουδίδης, ίδρυσαν μαζί τον Φιλεκπαιδευτικό Όμιλο με κύριο στόχο την αρχαιολογική έρευνα και τη διάσωση των αρχαιοτήτων της Κρήτης.
Ο Μίνωας Καλοκαιρινός παρά την αγάπη του για την μελέτη της ιστορίας, ήθελε να ασχοληθεί με πιο «χειροπιαστά» πράγματα. Είχε στόχο όχι απλά να διαβάζει αλλά να αλλάξει κυριολεκτικά την ιστορία. Ήθελε για δεκαετίες να φέρει στο «φως» ευρήματα που θα επιβεβαίωναν την αλήθεια πίσω από το «μύθο» του βασιλιά Μίνωα και του σπουδαίου Μινωικού Πολιτισμού.
Χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο και με δικά του έξοδα, στα τέλη του 1878 πήγε με ομάδα εργατών στον λόφο της Κεφάλας του Τσελεμπή και άρχισε ανασκαφές. Μέχρι τον Φεβρουάριο του 1879, είχε καταφέρει να φέρει στο φως προς μεγάλη έκπληξη των περισσότερων τα πρώτα αδιάσειστα στοιχεία ότι εκεί βρισκόταν η αρχαία Κνωσός. Θαμμένα κάτω από παχιά στρώματα ηφαιστειακής στάχτης αποκαλύφθηκαν ο περίβολος που έχει πρόσοψη στη δυτική αυλή, 6 από τις 21 αποθήκες των ανακτόρων, οι διάδρομοι της νοτιοανατολικής αυλής, η μία γωνιά της διάσημης αίθουσας του θρόνου και μεγάλο μέρος του προθάλαμου.
Ο Μίνωας Καλοκαιρινός έστειλε στον τότε διάδοχο πρίγκιπα Κωνσταντίνο της Ελλάδας και στα μουσεία Ρώμης, Λονδίνου και Παρισιού τα αντίγραφα δώδεκα πιθαριών που βρήκε σε μια από τις αποθήκες. Τέσσερα μεγάλα πιθάρια, πέντε αγγεία και 360 ολόκληρα ή κομματιασμένα ευρήματα αποτέλεσαν τα βασικά «κομμάτια» για τη δημιουργία μουσείου στο Ηράκλειο ή εντάχθηκαν στην προσωπική του συλλογή για χρόνια.
Δυστυχώς όμως, τα 365 αντικείμενα μεγάλη αξίας που είχε στα χέρια του από τις ανασκαφές στο παλάτι, καταστράφηκαν πλάι στο μέγαρό του την τραγική 25η Αυγούστου 1898, όταν οι Τούρκοι απάντησαν σε προηγούμενα γεγονότα με εξέγερση εναντίον του αγγλικού προξενείου στο Ηράκλειο. Περισώθηκαν μόνο τα ευρήματα που είχε προλάβει να δωρίσει ο Καλοκαιρινός σε μουσεία της Κρήτης, της Ελλάδας και της Ευρώπης.
Ο Καλοκαιρινός στην συνέχεια των ετών μπλέχτηκε σε ένα έντονο διπλωματικό, πολιτικό και ακαδημαϊκό παιχνίδι διεκδικήσεων και συμφερόντων γύρω από την ανασκαφή της Κνωσού και στο τέλος ήταν πλέον αρκετά πιο αποδυναμωμένος οικονομικά ώστε να μπορεί να έχει και αυτός λόγο στις εξελίξεις.
Ο «Μίνως» έφυγε από την ζωή στις 5 Οκτωβρίου 1907 και πέρασε στην Ιστορία ως ένας ακόμα λόγιος της μαρτυρικής Κρήτης εκείνων των χρόνων. Έπρεπε δυστυχώς να περάσουν πάνω από 100 χρόνια για να του αναγνωρίσει η αρχαιολογική κοινότητα διεθνώς τρία σπουδαία επιτεύγματα: την επιλογή του λόφου της Κεφάλας ως έδρας του μινωικού πολιτισμού, την ταύτιση των εκεί αρχαιοτήτων με το ανάκτορο της Κνωσού, αλλά και την ανάδειξη των ευρημάτων σε διεθνές επίπεδο.
Ίσως, χωρίς την συνεισφορά του Κρητικού Μίνωα Καλοκαιρινό, τα Ανάκτορα της Κνωσού να μην ερχόταν ποτέ στο «φως» για όλους εμάς και κυρίως την Κρήτη…