ΚΡΉΤΗ
Ο κρητικός που βόσκει τα πρόβατα του στο Μαρούσι δίπλα στο μέγαρο του ΟΤΕ | ΦΩΤΟ
Το… βοσκοτόπι που αφήνει ελεύθερες τις κατσίκες του κάθε πρωί, συνορεύει με το Μέγαρο του ΟΤΕ.
Ο Σπύρος Τσισκάκης έζησε το Μαρούσι πριν το αποψιλώσουν. Ανάμεσα σε πράσινο και χώμα, χωρίς τσιμέντο και άσφαλτο. Στο κτίριο του ΟΤΕ είχε ελαιώνες. Στο γειτονικό οικόπεδο εκτάσεις με αχλαδιές.
Άφηνε το κοπάδι του να βοσκάει στη συνοικία του Αγίου Θωμά στο Μαρούσι, στο σημείο που σήμερα διαπερνά η Αττική Οδός. Εκεί που χτίστηκαν πολλά νεοκατοίκητα σπίτια την τελευταία εικοσαετία.
Από τα Χανιά και την επαρχία Σελίνου, ορμώμενος, μπήκε σε μικρή ηλικία στο λιμενικό. Σήμερα τον συναντάει κανείς στο κέντρο του Αμαρουσίου. Το… βοσκοτόπι που αφήνει ελεύθερες τις κατσίκες του κάθε πρωί, συνορεύει με το αστεροειδές μέγαρο του ΟΤΕ.
«Η Αθήνα ήρθε στη ζωή μου καθώς πήγα στο λιμενικό. Αργότερα έζησα για κάποια χρόνια στην Κάρυστο και μετατέθηκα στον Πειραιά. Κι έτσι έμεινα μόνιμα στην Αθήνα. Πού να πήγαινα; Είχα τέσσερα παιδιά…», αφηγείται.
«Διάλεξα να επιστρέψω στο χωριό με τον τρόπο μου. Γι’ αυτό και βόσκω τα λιγοστά ζώα μου σε ένα κομμάτι πράσινο που απέμεινε ανάμεσα σε πολυόροφες κατοικίες. Τις γίδες τις κρατάω περισσότερο από χόμπι. Να μην ξεχνάω το επάγγελμα. Περισσότερο μ’ αρέσει η επαφή με τη φύση. Παλιά είχα μεγάλο κοπάδι. Όταν ζούσα στην Εύβοια είχα καμιά πενηνταριά πρόβατα και καμιά δεκαπενταριά κατσίκες. Και στο Μαρούσι αργότερα. Εκατό κομμάτια πρόβατα. Στο κέντρο του Αμαρουσίου, στον Άγιο Κοσμά. Τα αμολούσα και γέμιζε ο τόπος».
Για εκείνον τα ζώα καταλαβαίνουν καλύτερα από τον άνθρωπο. «Πιο καλά τα βρίσκω μαζί τους παρά με τους ανθρώπους. Ηρεμώ».
Εκείνα καταλαβαίνουν από μακριά κάθε φορά που πλησιάζει κι έρχονται κοντά του. Τις δένει στα πιο κοντινά δέντρα για να βοσκήσουν και να προλάβει τις αποκοτιές τους, μην τυχόν βγουν στο δρόμο. Καμιά φορά αφήνει τις κατσίκες στο χωράφι και τις βρίσκει στο δρόμο. Ανάμεσα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα, σε βιαστικούς οδηγούς, σε περαστικούς με το βλέμμα στραμμένο στο πεζοδρόμιο. Όλοι κινούνται βιαστικά και δεν βλέπουν παρά μόνο πώς θα φτάσουν πιο σύντομα στον προορισμό τους.
Ζει μόνιμα τα τελευταία σαράντα χρόνια στο Μαρούσι. Το θυμάται και νωρίτερα. Τότε που περιστασιακά πηγαινοερχόταν στην πόλη.
«Ήταν η εποχή που φτιάχτηκε το κτίριο του ΟΤΕ επί δικτατορίας. Το οικόπεδο αυτό ήταν ελαιώνες. Πιο κάτω είχε αχλαδιές. Κάμπος σωστός! Ήταν γεμάτη κτήματα όλη η περιοχή. Η Κηφισίας υπήρχε αλλά ήταν ένας στενός δρόμος. Μία λωρίδα στο ανέβασμα, μία στο κατέβασμα. Κηφισιώτες και Μαρουσιώτες πηγαινοέρχονταν με άμαξες. Και το γαϊδουράκι με τον πάγο που γέμιζε τα ψυγεία πηγαινοερχόταν στην περιοχή».
Κάθε πρωί κατεβαίνει την ίδια ώρα. Με ευλαβική συνέπεια. Από τις εργατικές πολυκατοικίες που μένει με τη γυναίκα και τους τρεις γιους του στα διακόσια μέτρα δρόμο για το αστικό του χωράφι. Ετοιμάζει καφέ αξημέρωτα ακόμα και αναζητά μία καλή σκιά κάτω από το φύλλωμα κάποιου δέντρου.
«Η γυναίκα μου κρατάει το σπίτι. Ταΐζει τους τρεις γιους μας κι εμένα. Δεν έχουν φύγει ακόμα από το σπίτι. Είναι οι τρεις άνεργοι».
Πηγή: newsbeast.gr