PLUS +
«Την έλεγαν Νίνα, και ήταν η μάνα μου…»
Με αφορμή τη Γιορτή της Μητέρας, ο Γιώργος Ρομπόλας έγραψε χτες τις σκέψεις του για τη γυναίκα που τον μεγάλωσε αλλά και για το πόσο σημαντική είναι στη ζωή η ποιότητα και όχι η ποσότητα.
Εννιά δύσκολα χρόνια. Κάπως έτσι, θα περιέγραφα τον καιρό ανάμεσα στη στιγμή που άκουσα τον πατέρα μου να λέει «η μαμά δεν είναι πολύ καλά» μέχρι το τελευταίο αντίο στο νεκροταφείο Νέας Σμύρνης το 2015. Είναι τελείως μακάβριο αλλά είμαι σίγουρος πως η μάνα μου θα γελούσε με τη βιασύνη των βαστάζων και του παπά εκείνο το χειμωνιάτικο μεσημέρι, καθώς οι τελευταίοι προσπαθούσαν να προλάβουν την επόμενη κηδεία και ως εκ τούτου το επόμενο «φακελάκι». Πάντοτε γελούσε με κάτι τέτοια – με τη μεγάλη κωμωδία που πιο συχνά παρά σπάνια είναι η ανθρώπινη ζωή.
Παράξενα χρόνια, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι οι γιατροί τις έδιναν αρχικά μερικούς μήνες ζωής μιας και ο καρκίνος βρισκόταν ήδη στο «στάδιο 4». Ήταν όμως τρομερά πεισματάρα (παρότι από την πρώτη στιγμή εκφραζόταν σε δραματικούς τόνους, επαναλαμβάνοντας ανά μερικές ώρες το ρήμα «πεθαίνω» με θεατρική σχεδόν υπερβολή) και είχε το περίεργο συνήθειο να τραβά τα χείλια της προς τα πίσω, σαν να ήταν λύκος, όταν εκνευριζόταν. Παράλληλα, ήταν ικανή να σου κάνει τη ζωή κόλαση όταν το άγχος και η θλίψη την γονάτιζαν. Και εκείνα τα παράξενα χρόνια είχε μαζέψει πολύ και από τα δύο.
Για τα πρώτα 13 χρόνια της ζωής μου ήταν όλος μου ο κόσμος. Καταρχάς, οι ομοιότητες σε εμφάνιση, συμπεριφορά, χαρακτήρα και γούστα ήταν περισσότερο από πολλές μεταξύ μας· ήταν ή μάλλον πιο σωστά είναι τρομακτικές. Είδαμε μαζί περισσότερες από 10 φορές το Braveheart, τον Μονομάχο και άλλες τόσες τον Σπάρτακο του Stanley Kubrick παρέα, ενώ μοιραζόμασταν από κοινού μία βαθιά απέχθεια για τους φαφλατάδες ανθρώπους που δεν τηρούν ισορροπία ανάμεσα σε έργα και λόγια. Επίσης, ό,τι κακό συμβαίνει μας χτυπάει κατευθείαν στο στομάχι.
Η παιδική μου ηλικία όμως, καλώς ή κακώς, φέρει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή της. Με προστάτευε όσο έπρεπε (ή και περισσότερο, δεν ξέρω, δεν είμαι εγώ εκείνος που θα το πει, μάλλον η ψυχολόγος μου θα πρέπει να απαντήσει επί αυτού), μου προσέφερε ό,τι είχε και μου μάθαινε -χωρις να το αντιλαμβάνομαι- ό,τι γνώριζε εκείνη με εμπειρικό τρόπο. Με εκπαίδευε για τα παρακάτω. Το βασικό όμως ήταν άλλο: μέχρι να φύγει από τη ζωή, ένα δικό της άγγιγμα στο κεφάλι ήταν ικανό να διώξει τα πάντα από το μυαλό μου – κάθε άγχος, κάθε σκοτούρα, κάθε τρέλα ή απογοήτευση.
Μετά, την πήρε λίγο η μπάλα. Κλιμακτήριος, κατάθλιψη, λίγο παραπάνω ποτό. Ίσως, βέβαια, και να είχε δίκιο, αφού η ζωή δεν της είχε φερθεί και πολύ καλά όταν εκείνη ήταν παιδί. Επί της ουσίας, δεν τη μεγάλωσαν οι γονείς της (ειλικρινά, δεν ξέρω πως είναι να ζεις με μια τέτοια ανάμνηση στο μυαλό σου, δεν ξέρω αν το ξεπερνάς ποτέ) αλλά η γιαγιά της. Μία Σμυρνιά που είχε χάσει τον άντρα της στη Μικρασιατική Καταστροφή και, όπως λένε οι οικογενειακές αφηγήσεις, ζούσε κάνοντας ενέσεις από σπίτι σε σπίτι και «λέγοντας» τον καφέ σε εύπιστες κυρίες, πολύ ανήσυχες για τα νυχτοπερπατήματα των συζύγων τους.
Από εκείνη πήρε το όνομά της, το Νίνα -αν και οι δύο είχαν βαφτιστεί Ασημίνες- και την τρέλα που είχε για την καθαριότητα: κάθε βράδυ, λένε οι αφηγήσεις, αφού έκαναν λαμπίκο το σπίτι, έβαζαν τις καρέκλες ανάποδα πάνω στο τραπέζι, ακριβώς όπως κάνουν στα μαγαζιά.
Βέβαια, τη μάνα μου μέχρι το τέλος οι δικοί της άνθρωποι τη φώναζαν «Μπέμπα». Όπως, δηλαδή, φωνάζουν οι ναυτικοί «Ειρηνικό» τον πιο άστατο ωκεανό στον πλανήτη σε μία προσπάθεια να τον εξευμενίσουν. Δεν ήταν εύκολος άνθρωπος, σίγουρα δεν ήθελες να βρεθείς στο μάτι του δικού της κυκλώνα. Ήταν όμως δίκαιη – και ίσως, τελικά, αυτό να ήταν το πιο σημαντικό.
Ποια ήταν η Νίνα του γένους Μαυρουδή, ποια ήταν η μάνα μου; Δεν είμαι σίγουρος πως μπορώ να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση και δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω να έχω μία απάντηση σε αυτήν την αιώνια δικιά μου απορία. Το δικό της παρελθόν το έμαθα σε σπαράγματα, από δικά της λόγια, σύντομες συγκεκομμένες αφηγήσεις και κυρίως μισόλογα που μου πετούσε κατά καιρούς. Περίπου σαν να παρακολουθείς μία παράξενη art house ταινία γεμάτη εντυπωσιακές εξάρσεις βασισμένες σε μία αχαλίνωτη φαντασία που ταίριαζε στον στίχο τον οποίο λάτρευε: «από παιδί στον ύπνο μου έβλεπα φωτιές».
Υπήρξε πολύ άτυχη αλλά και πολύ τυχερή στη ζωή της, δε μιλούσε πολύ, σίγουρα δεν ήταν μία συνηθισμένη γυναίκα. Άλλωστε, είχε βιώσει και με το παραπάνω τις αδικίες που της επιφύλασσε το φύλο της. Δεν έχει τρομερό νόημα να τις απαριθμήσω, όλοι τις ξέρουμε λίγο έως πολύ.
Ίσως, μάλιστα, για αυτό να διατηρούσε μία σχέση πάθους με τα ζώα: έκανε τα πάντα για τα κατοικίδιά της σε σημείο υπερβολής. Από μικρή μάζευε τα ταλαιπωρημένα αδέσποτα δίπλα της, ενώ κάποτε είχε σταματήσει τρέχοντας έναν ταξιτζή που χτύπησε τον Μπούμπη, τον σκύλο της. Μάλιστα, στον Διόνυσο, που μετακομίσαμε στα μέσα της δεκαετίας του ‘90, υπήρχαν σκυλιά-αγρίμια τα οποία κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει, αλλά στη μάνα μου γύριζαν την κοιλιά τους σαν κουτάβια για να τα χαϊδέψει. Είχε κάτι το μαγικό, κάπως απόκοσμο πού και πού.
«Τι έχω; Προχωρημένο καρκίνο και δύο εγκεφαλικά» τη θυμάμαι να λέει χαμογελώντας σε μία έξαρση μαύρου χιούμορ στην ενοχλητικά τετριμμένη ερώτηση του «καλά είσαι;». Τι μου μένει εκτός από χιλιάδες αναμνήσεις και συναισθήματα που δύσκολα μπορώ να διαχειριστώ;
«Σε είχα για καλύτερα», αυτή ήταν η ατάκα που μου επιφύλασσε όταν της ανακοίνωσα ότι μπήκα με ευκολία στη σχολή που επέλεξα. Κουβαλούσε πολλά κόμπλεξ η μάνα μου, η Νίνα. Το είπε αυτό ενώ επί τρία χρόνια δεν έκανε τίποτα άλλο πέρα από το να με προσέχει ώστε να δώσω όσο πιο άνετος μπορώ Πανελλήνιες.
Ήταν σίγουρα πολύ συχνά αντιφατική, ακόμα και αμφιλεγόμενη. Τώρα, όμως, και καθώς περνούν τα χρονιά καταλαβαίνω ότι έκανε κάτι που χρειάζεται να υπερβείς τα όριά σου για να κάνεις: δεν έκανε στο παιδί της, αυτά που είχε κάνει η ζωή σε εκείνη. Προσπάθησε, με όσα μέσα είχε -ακόμα και με λάθος τρόπους- να με προστατέψει ώστε να κάνω εγώ ένα βήμα παρακάτω. Με κάποιον παράδοξο, παράξενο και σχεδόν διαισθητικό τρόπο ήταν πάντα εκεί όταν εγώ ήμουν έτοιμος να πέσω. Ακόμα είναι.
Αν μου λείπει η μάνα μου; Δεν τολμώ να κάνω στον εαυτό μου τη συγκεκριμένη ερώτηση. Το μόνο πράγμα που γνωρίζω με απόλυτη σιγουριά είναι πως το σημαντικό δεν είναι, τελικά, πόσο καιρό λείπει αλλά το πόσο σημαντική ήταν όταν βρισκόταν εδώ. Και ήταν σημαντική. Πολύ σημαντική.
Πηγή: oneman