ΔΙΑΤΡΟΦΗ
Η κυρά-Πίτσα φτιάχνει σουβλάκια στο πλυσταριό της 45 χρόνια!
Από όλα τα σουβλατζίδικα της Αθήνας, η περίπτωση της κυρίας Πίτσας είναι μοναδική και η πιο ιδιαίτερη από όλες. Το σουβλατζίδικό της δεν είναι ακριβώς μαγαζί, είναι κάτι μεταξύ καντίνας και πλυσταριού μπροστά απ’ το σπίτι της (στην πραγματικότητα είναι προέκταση του σπιτιού της), ένα μικρό δωμάτιο πάνω στο πεζοδρόμιο όπου στριμώχνονται τρεις ψησταριές: μία μικρή ηλεκτρική και μία μεγαλύτερη απέναντι με κάρβουνα, δίπλα στην ψησταριά για τον γύρο.
Μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο από όπου παραγγέλνεις και σε εξυπηρετεί βρίσκεται και η κατσαρόλα με τη μυστική της σάλτσα, μια κόκκινη μυρωδάτη σάλτσα ντομάτας, την οποία περιχύνει σε όλα τα σουβλάκια της. Η σύνθεσή της είναι ένα μυστήριο, κανείς δεν ξέρει τι περιέχει ακριβώς και δοκιμάζοντας είναι δύσκολο να καταλάβεις. Το μυστικό το γνωρίζει μόνο η ίδια (το ήξερε και η φίλη της η Τριανταφυλλιά, αλλά δε ζει πια) και αν τη ρωτήσεις, γελάει συνωμοτικά: «Βάζω αγάπη» λέει «γι’ αυτό είναι τόσο νόστιμη, εσείς τι βάζετε στις σάλτσες σας;».
Ξέρουμε πάντως πως περιέχει τέσσερα μόνο υλικά, δεν είναι καυτερή και ξεκίνησε να τη φτιάχνει όταν άνοιξε το μαγαζί πριν από 45 χρόνια. Ήταν χαρακτηριστικό στα σουβλατζίδικα της περιοχής. «Είχε άλλα δύο που έβαζαν και άρχισα να πειραματίζομαι με τις γεύσεις» λέει. «Το καυτερό το απέφευγα, γιατί δεν άρεσε στους πελάτες μου. Είχα φτιάξει 6-7 διαφορετικές σάλτσες για να δω ποια ταιριάζει πιο πολύ, όλες νόστιμες, αλλά κάτι έλειπε. Μια μέρα με επισκέφτηκε η Τριανταφυλλιά για να πάρει σουβλάκια, η οποία δούλευε σε άλλο σουβλατζίδικο της περιοχής που έκλεινε πιο νωρίς. Όταν δοκίμασε σουβλάκι μού είπε: “ωραία η σάλτσα σου, αλλά μήπως να δοκίμαζες και αυτό το υλικό;”. Ήταν αυτό που έλειπε και δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Έτσι, στο νερό, την ντομάτα και το αλάτι, πρόσθεσα και το μυστικό συστατικό. Δεν έχει τίποτε άλλο η σάλτσα μου».
Το σουβλάκι της κυρίας Πίτσας έγινε τόσο θρυλικό στην περιοχή, ώστε άρχισαν όλοι οι άνθρωποι της γειτονιάς να ζητάνε κόκκινη σάλτσα και στα άλλα σουβλατζίδικα. «Με έπαιρναν τηλέφωνο από άλλα μαγαζιά και με ρώταγαν “τι είναι αυτή η σάλτσα που βάζεις και τη ζητάει ο κόσμος;”. Άρεσε από την πρώτη στιγμή και αρέσει πολύ ακόμα» λέει. «Υπάρχουν κάποιοι που μου λένε να τους βάλω τόσο πολλή στο σουβλάκι, που να χύνεται!».
Την εποχή που ξεκίνησε να πουλάει τα σουβλάκια της δεν υπήρχαν ντελίβερι και θυμάται ότι κάθε μέρα ερχόταν ολόκληρο μπουλούκι και η ουρά έφτανε μέχρι τη γωνία, ένα τετράγωνο πιο κάτω. «Μόνη μου τους εξυπηρετούσα. Στην αρχή είχα μόνο καλαμάκι και μπιφτέκι, μετά έβαλα γύρο και κοτομπέικον και τα έφτιαχνα όλα εγώ. Τώρα δεν μπορώ να δουλεύω πολύ, γιατί τραυμάτισα τη μέση μου, σήκωσα ένα τσουβάλι με κάρβουνα, 25 κιλά!
Το μπιφτέκι το φτιάχνω ακόμη μόνη μου, αλλά το καλαμάκι το παίρνω έτοιμο. Ξέρω όμως τι κρέας θα μου βάλουν, γιατί δουλεύω μαζί τους από τότε που άνοιξα το μαγαζί. Ο συνεργάτης μου για τις πίτες ξεκίνησε να τις φέρνει από νεαρό παιδί, πήγε φαντάρος, γύρισε, παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια και ακόμη από αυτόν παίρνω, δε μου αρέσει να αλλάζω τους ανθρώπους. Ο μόνος που άλλαξα ήταν ο πατατάς, γιατί σταμάτησαν να έρχονται οι προηγούμενοι. Παλιά δεν βάζαμε πατάτες, τώρα ζητάνε απίστευτα πράγματα να τους βάλω στο τυλιχτό και τους λέω “μα τι θα φας από αυτό; Ποια γεύση θα σου μείνει;”».
Το μαγαζί της είναι απέναντι από την πλατεία του Άνω Κορυδαλλού και τα βράδια, ειδικά το καλοκαίρι, βλέπεις κόσμο να περιμένει καθιστός στα παγκάκια, υπομονετικά, για να τους φωνάξει να παραλάβουν την παραγγελία τους. Στη γειτονιά την ξέρουν όλοι και ακόμη και αν δεν πάρουν σουβλάκι, σταματάνε να τη χαιρετήσουν.
Στο σπίτι αυτό πήγε να μείνει όταν παντρεύτηκε. Ο άντρας της ήταν λίγο αυστηρός και δεν την άφηνε να δουλέψει – πριν τον γνωρίσει ήταν κομμώτρια. Όταν τα παιδιά της μεγάλωσαν και πήγαν σχολείο, έψαχνε κάτι να ασχοληθεί για να βοηθήσει στο εισόδημα του σπιτιού. Και για να μη δυσαρεστήσει τον άντρα της, αποφάσισε να πουλάει σουβλάκια από το σπίτι. «Για πλάκα το ξεκίνησα, έλεγα θα το κάνω για λίγο καιρό, μέχρι να αποφασίσω τι πραγματικά θέλω. Είχε ελάχιστα σουβλατζίδικα στην περιοχή. Τότε, εδώ δεν είχε πλατεία ούτε και δρόμο. Είχε τρία τέσσερα σπίτια σε όλο το τετράγωνο και από κάτω περνούσε ρέμα. Ήταν ερημιά και πιο πάνω είχε κάτι νταμάρια. Σαράντα πέντε χρόνια είμαι εδώ και πλέον τα παιδιά των πρώτων μου πελατών έρχονται με τα παιδιά τους».
«Τα κρέατα δεν τα ψήνω ποτέ από πριν, τα βάζω στη φωτιά μόλις παραγγείλεις και ας αργήσει το σουβλάκι. Κανείς δεν παραπονιέται, γιατί ξέρουν ότι όλα είναι φρέσκα» λέει. «Καμιά φορά λέω θα σταματήσω γιατί κουράζομαι και μου λένε οι πελάτες “ε, θα μας πεις τη συνταγή για τη μυστική σάλτσα;”. «Θα σας την πω τους λέω, ε και τι νομίζετε ότι θα την φτιάξετε ίδια»; Έβαλα την κόρη μου να φτιάξει τη σάλτσα μου, της έδωσα τη συνταγή και ήμουν από πάνω της να την καθοδηγώ. Δεν βγήκε το ίδιο. Τα κάνω όλα με τον ίδιο τρόπο εδώ και 45 χρόνια· δεν έχω αλλάξει ούτε ένα γραμμάριο στο αλάτι».
Ανεξαρτήτως προσωπικού γούστου, σου αρέσει δεν σου αρέσει η μυστική της σάλτσα και το σπιτικό της μπιφτέκι, με την κυρία Πίτσα και τα σουβλάκια της είναι σαν να βρίσκεσαι σε ντοκιμαντέρ του Antony Bourdain. Είναι μία καθολική γευστική εμπειρία που σου μένει αξέχαστη. Όταν η κυρία Πίτσα βγει στη σύνταξη, δεν θα μπορεί κανείς να αναλάβει το μαγαζί της, γιατί δεν έχει τις κατάλληλες προδιαγραφές. «Τη δεκαετία του 1980 έδιναν άδειες ακόμη και σε κοτέτσια» λέει η ίδια. «Τώρα δεν μεταβιβάζεται. Θα μείνει η σάλτσα μου να τη συζητάνε». Ίσως μείνουν και οι ωραίες ιστορίες για το όνομά της (τη λένε Πίτσα, ενώ πουλάει σουβλάκια). «Ερχόντουσαν και με ρώταγαν “φτιάχνεις και πίτσες;” και τους έλεγα “όχι, Πίτσα είναι το όνομά μου!”. “Εσένα ήθελαν να φάνε” μου είπε μια φορά ένας πελάτης». Γελάει με την ψυχή της και λέει «ε, τότε τρωγόμουν, αλλά τα χρόνια…».
Πηγή: gastronomos