ΚΡΉΤΗ
Nίκος Σαράντος: Ο φοβερός κινηματογραφιστής που σάρωσε σε φεστιβάλ της Γερμανίας με ΒΙΝΤΕΟ για την Κρήτη!
«Θα μπορούσε να είναι κάποιο χωριό της εμπόλεμης Συρίας, που οι κάτοικοί του το εγκατέλειψαν μέσα σε μία νύχτα για να σωθούν. Ένα πυκνοκατοικημένο πανέμορφο χωριό που οι κάτοικοί του το παράτησαν. Ανοιχτές πόρτες και παράθυρα, σε σπίτια-κουφάρια, με αντικείμενα σκόρπια στα πατώματα, ανάμεσα σε κουρελιασμένα ρούχα, τετράδια με μισοτελειωμένα σημειώματα, πιάτα και ποτήρια στις θήκες τους έτοιμα να ξαναχρησιμοποιηθούν. Πάνω απ’ όλα, όμως, η μυρωδιά της εγκατάλειψης και το “καταπλάκωμα” της μελαγχολίας σε ένα χωριό που πριν μερικές δεκαετίες ήταν γεμάτο ζωή. Αυτή είναι η εικόνα που αντικρίζει όποιος βρεθεί 80 χιλιόμετρα ανατολικά του Ηρακλείου, δίπλα από την Άνω Βιάννο, στο χωριό Καλάμι».
Αυτή η εικόνα δεν θα ήταν γνωστή σχεδόν σε κανέναν αν ο Νίκος Σαράντος, στον οποίο ανήκουν τα παραπάνω λόγια, δεν είχε κινηματογραφήσει το Καλάμι, των οκτώ (ηλικιωμένων) κατοίκων. «Ένα χωριό-φάντασμα που από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα εκεί, είχε πολλά να μου “πει” και εγώ με τη σειρά μου να τα μεταφέρω, με τον δικό μου τρόπο, μέσω της ταινίας μου, στον κόσμο», θα πει ο ίδιος.
Αν και το -viral πλέον- βίντεό του για αυτό το χωριό-φάντασμα της Κρήτης υπάρχει δημοσιευμένο στο Διαδίκτυο από τον περασμένο Νοέμβρη, η δύναμη ορισμένων διακρίσεων σε διεθνή φεστιβάλ, πρόσφατα, ήταν εκείνη που το έφερε στο φως για το ευρύ κοινό.
Ο Νίκος Σαράντος είναι ένας 47χρονος Κρητικός, γνήσιος άνθρωπος της εικόνας, που ξεπέρασε τα στενά όρια του εικονολήπτη των ΜΜΕ. «Η τηλεόραση είναι η δουλειά μου που σέβομαι και αγαπώ, αλλά η κινηματογράφηση είναι το μεράκι μου», λέει μεταξύ άλλων, στην κουβέντα που είχαμε, με αφορμή το πολυβραβευμένο «Kalami Creta, the face of abandonment».
VICE: Από τα πλάνα σας, φαίνεται πως οι κάτοικοι του χωριού έφυγαν κάπως βεβιασμένα. Υπάρχουν εικόνες εγκατάλειψης παντού.
Νίκος Σαράντος: Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και έτσι μπήκα στη διαδικασία να κινηματογραφήσω το συγκεκριμένο χωριό, είναι η εικόνα της εγκατάλειψης που υπάρχει διάσπαρτη παντού και μοιάζει σαν να το άφησαν εσπευσμένα οι κάτοικοι για να σωθούν από κάποιο μεγάλο κακό, κάποιον μεγάλο κίνδυνο. Ένα χωριό-φάντασμα που από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα εκεί, είχε πολλά να μου «πει» και εγώ με τη σειρά μου να τα μεταφέρω, με τον δικό μου τρόπο, μέσω της ταινίας μου, στον κόσμο.
Τι έγινε πραγματικά στο Καλάμι; Γνωρίζετε πώς και γιατί εγκαταλείφθηκε το χωριό; Ισχύει ότι ζούσαν περίπου 500 κάτοικοι εκεί κάποτε; Πού είναι τώρα αυτοί;
Ναι, έψαξα και έμαθα ότι μέχρι τη δεκαετία του ’70, το Καλάμι έσφυζε από ζωή. Είχε περίπου 500 κατοίκους με 150 οικογένειες που ζούσαν και δραστηριοποιούνταν εκεί. Στα μέσα της ίδιας δεκαετίας, ξεκίνησαν σταδιακά να το εγκαταλείπουν για βιοποριστικούς λόγους. Κατέβηκαν προς τα νότια παράλια, ψάχνοντας μια καλύτερη τύχη στην Ψαρή Φοράδα και την Άρβη, στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες, ενώ κάποιοι έφυγαν προς τις μεγάλες πόλεις.
Αυτήν τη στιγμή εργάζεστε ακόμα ως εικονολήπτης σε ΜΜΕ;
Ναι είμαι στα ΜΜΕ από το 1992 και όσο αντέχω θα «τρέχω» στο ρεπορτάζ. Θεωρώ την ενημέρωση κοινωνικό αγαθό, απαραίτητο για τη σωστή λειτουργία της Δημοκρατίας και είμαι περήφανος που συμμετέχω σε αυτήν τη διαδικασία. Η τηλεόραση είναι η δουλειά μου που σέβομαι και αγαπώ, αλλά η κινηματογράφηση είναι το μεράκι μου. Είναι η αγχολυτική διαδικασία που την κάνω αφιλοκερδώς και μου δίνει τη χαρά της δημιουργίας και την απόλυτη ελευθερία της έκφρασης.
Ποιο θεωρείτε το καλύτερο βίντεο από αυτά που έχετε ανεβάσει;
Στο κανάλι μου Sarantos Nikos στο YouTube, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, έχω δημοσιεύσει πάνω από 80 βίντεο, που το κάθε ένα είναι μια ιδιαίτερη δημιουργία για μένα. Το λίγο πιο αγαπημένο μου βίντεο είναι αυτό με το χωριό που βουλιάζει και χάνεται στα νερά του φράγματος. Ξεχωρίζω επίσης τη Σπιναλόγκα, περισσότερο για τη στιγμή που την κινηματογράφησα. Εκπέμπει απίστευτο φως και χρώματα μέσα από τη μελαγχολία του θέματος.
Και ποιο ήταν το πιο δύσκολο; Μου έκανε εντύπωση, για παράδειγμα, αυτό με τον Σήφη τον κροκόδειλο.
Το δυσκολότερο μέχρι τώρα ήταν, όντως, με τον Σήφη τον κροκόδειλο, τη δεύτερη φορά που τον κινηματογράφησα. Έπρεπε, από το βουνό που ήμασταν, να στείλω το drone κάτω, στην απέναντι όχθη της λίμνης, μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά. Χρειάστηκε να κάνω λεπτούς χειρισμούς εκατοστών ανάμεσα σε ξερόκλαδα και βλάστηση, σχεδόν ακουμπώντας το drone στο νερό, με άθλια εικόνα στο μόνιτορ και τον φύλακα του φράγματος να με καθοδηγεί, βλέποντας το drone με τα κιάλια του. Τότε, δεν υπήρχαν οι αισθητήρες απόστασης drones και ακόμα απορώ πώς δεν ακούμπησε κάποιος έλικας τα κλαδιά. Το πλάνο, πάντως, δικαίωσε το ρίσκο μου.