Ρέθυμνο
Πένθος για την κρητική μουσική-Έφυγε από τη ζωή ο Ανωγειανός Γιώργης Καλομοίρης | ΒΙΝΤΕΟ
Για το τελευταίο ταξίδι ένας ακόμα μεγάλος Κρητικός Καλλιτέχνης ο Γιώργης Καλομοίρης (Γιώργαντος)
Έφυγε για την γειτονιά των αγγέλων σε ηλικία 88 ετών ο Γιώργος Καλομοίρης, ένας ακόμη μεγάλος Κρητικός καλλιτέχνης, ένας ξακουστός λυράρης και ερμηνευτής.
Ο Γιώργος Καλομοίρης γνωστός και με το παρατσούκλι Γιωργαντός ήταν ένας από τους παλιούς, σημαντικούς και αγαπημένους καλλιτέχνες της μουσικής παράδοσης της Κρήτης.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Ανώγεια και οι πρώτες του αναμνήσεις από τη ζωή και τον κόσμο συνδέονται με τ Ανώγεια και την μουσική.
Η τελευταία του εμφάνιση ήταν με την δημοσιογράφο Βούλα Νεονάκη μέσα από την εκπομπη Διακρητικά της ΚΡΗΤΗ TV, στο χωριό του.
Μαζί επισκέφτηκαν το σπίτι που μεγάλωσε, συζήτησαν για την κρητική μουσική, την καλλιτεχνική του πορεία, τις ηχογραφήσεις του μα και τις λεπτομέρειες που κατά την άποψη του δίνουν κύρος και αξία σε ένα καλλιτέχνη. Ο ίδιος έχοντας στο πλευρό του τους συνεργάτες του Μανώλη Λαρετζάκη και Γιώργο Φραγκιαδάκη αλλά και μαθητές του δημιουργεί ένα γλέντι που αναδεικνύει τον πλούτο και την ομορφιά της κρητικής μουσικής παράδοσης.
Ο Γιώργος Καλομοίρης γνωστός και ως Γιωργαντός γεννήθηκε στ Ανώγεια και οι πρώτες του αναμνήσεις από τη ζωή και τον κόσμο συνδέονται με τ Ανώγεια και την μουσική. Στο χωριό του έζησε αξέχαστα όμορφες στιγμές μα και στιγμές γεμάτες δυστυχία που δεν θα τις ξεχάσει ποτέ. Τα χρόνια μετά τον πόλεμο του ‘40 έζησε δύσκολα. Οι Γερμανοί είχαν κάψει το πατρικό του σπίτι και την περίοδο αυτή η ζωή του συνοδευόταν από πίκρα, φτώχεια και κακομοιριά. Μέχρι τα 11 του χρόνια περιφερόταν ξυπόλητος και η ζωή του ήταν γεμάτες στερήσεις και στενοχώρια. Μετά όμως από τα 11 του χρόνια όλα άλλαξαν και η ευλογία της μουσικής μπήκε στη ζωή του για να τον κάνει να νιώσει ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο.
Τα ακούσματα τα Ανωγειανά είναι εντελώς διαφορετικά και τα γλέντια που έζησε εκεί είναι αξέχαστα για τον ίδιο. Πήγαινε στα γλέντια που έπαιζε ο Στραβός, ο Μανουράς, ο Κίτρος…και πάντα έφευγε ξημέρωμα απ όπου κι αν πήγαινε. Αντιλήφθηκε από νωρίς ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς μουσική. Είχε μια λύρα ένα κουτσούρι δηλαδή όχι κανονική λύρα και πάνω σ αυτή έπαιζε τους σκοπούς που άκουγε στο χωριό. Την λύρα αυτή μάλιστα την είχε μαζί με τον Νίκο Ξυλούρη και έπαιζαν εναλλάξ.
Ο Νίκος Ξυλούρης για τον Γιωργαντό ήταν κάτι παραπάνω από αδελφός. Μεγάλωσαν μαζί και από το πρωί που ξυπνούσαν μέχρι αργά το βράδυ ήταν ξυπόλυτοι στα σοκάκια του χωριού. Δεν έπαιζαν μαζί με τα άλλα παιδιά της ηλικίας τους αλλά μοιράζονταν την λύρα για να παίζουν μουσικοί και κυνηγούσαν τα γλέντια του χωριού για να ακούν τους μουσικούς του χωριού τους. Με αυτή την λύρα λοιπόν έπαιξε και σε ένα γάμο στην Πόμπια που τον κάλεσαν. Ο Γιώργος Καλομοίρης δεν έπαιξε στον κύριο γάμο αλλά σε ένα καφενείο έπαιζε για τους Ανωγειανούς καλεσμένους του γάμου. Ο βασικός καλεσμένος του γάμου ήταν ο Λεωνίδας ο Κλάδος. Όταν ο Λεωνίδας επισκέφτηκε παρέα με τον Μαρκογιάννη το καφενείο που έπαιζε αυτός και έβγαλαν τα δικά τους όργανα για να παίξουν ο Γιωργαντός και ο Ξυλούρης έμειναν έκπληκτοι. Δεν είχαν δει ποτέ κανονική λύρα και λαούτο μετά από αυτή την ημέρα πήγαν στο Ρέθυμνο και έδωσαν παραγγελία για δύο λύρες μια του Γιωργαντού και μια του Ξαρονίκου. Όταν ο Γιώργης Καλομοίρης έπιασε την κανονική λύρα στα χέρια του προσπάθησε να παίξει τον σκοπό που είχε ακούσει από τον Λεωνίδα Κλάδο. Είχε αποτυπώσει το μεγαλύτερο μέρος του κομματιού και όταν οι χωριανοί του άκουσαν αυτόν το σκοπό ενθουσιάστηκαν. Αυτός ο σκοπός μάλιστα ήταν και η αφορμή να προτείνουν στον Καλομοίρη να αναλάβει μουσικά μαζί με τον Ξυλούρη τον πρώτο τους γάμο. Τότε ο Καλομοίρης ήταν γύρω στα 17 και ο Ξυλούρης 13. Έπαιξαν με χαρά αλλά δεν θα ξεχάσουν ποτέ την κούραση και την αδυναμία που ένιωσαν γιατί οι γάμοι τότε κρατούσαν 3-4 βράδια.
Την περίοδο αυτή η Ανωγειανή νεολαία είχε την τάση να εγκαταλείπει το χωριό και να συγκεντρώνεται στην πόλη του Ηρακλείου, έτσι αρκετά συχνά οι δύο αχώριστοι φίλοι πήγαιναν στο Ηράκλειο για να συναντήσουν τους χωριανούς τους και εκεί γίνονταν παρέες και καντάδες.
18 ετών ο Γιώργος Καλομοίρης εγκατέλειψε με την σειρά του τα Ανώγεια και εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο. Μέχρι τα 25 του χρόνια γύριζε γύρω από τον άξονα του προσπαθώντας να βρει τον εαυτό του και να ανακαλύψει τον μουσικό δρόμο που θα τον οδηγήσει να δημιουργηθεί ως λυράρης. Δούλεψε αρκετά και όπως λέει προσπαθεί ακόμα να δώσει κάτι μέσα από την λύρα…
Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ξεκίνησε να κάνει ηχογραφήσεις και αυτό ήταν κάτι που τον παίδευε αρκετά γιατί έσβηνε και έγραφε αρκετές φορές ένα κομμάτι μέχρι να το ολοκληρώσει και να μπει στο studio ηχογράφησης και πάλι δεν ήταν ευχαριστημένος. Έτσι γεννήθηκε το 1958 ο πρώτος του δίσκος, 78 στροφών με τα συρτά ‘έγινες μάγισσα για με’ και ‘Δυστυχισμένος βρίσκομαι’ που από τότε μέχρι και σήμερα υπάρχουν στην αγαπημένη λίστα τραγουδιών των κρητικών. Ακολούθησαν πολλοί δίσκοι και περισσότερες μουσικές επιτυχίες που αν και έγιναν επιτυχίες δεν άφηναν ποτέ τον Γιώργο Καλομοίρη να ηρεμήσει…πάντα στα γλέντια και τις εμφανίσεις που έκανε έπαιζε τα κομμάτια που του ζητούσε ο κόσμος, δεν τα έπαιζε όμως ποτέ χωρίς να αλλάξει κάτι. Για τον ίδιο η μουσική είναι φαντασία και θέλει αυτοσχεδιασμούς γι αυτό και φρόντιζε να προσθέσει αλλά και να αφαιρέσει κάτι σεβόμενος βέβαια πάντα το πρωτότυπο τραγούδι που ξεχώρισε και αγάπησε ο κόσμος.
Τα γλέντια και οι εμφανίσεις του σε όλη την Κρήτη αλλά και εκτός διαδέχονταν η μια την άλλη όπως και οι επιτυχίες του. Σ ένα από τα γλέντια του στον Πύργο στο Μονοφάτσι γεννήθηκε
ένα τραγούδι σύγχρονο για την εποχή τότε και μάλιστα έμελλε να γίνει χρυσό … Ο τίτλος του είναι τσάκι – τσάκι και η ιστορία της γέννησης του προκαλεί γέλιο και ευθυμία. Μετά από δύο συνεχόμενα βράδια που έπαιζε σε πανηγύρι της περιοχής πήγε να κοιμηθεί μετά τις 05.00 το ξημέρωμα. Με το που τον πήρε ο ύπνος μια γριούλα βγήκε έξω και έκραζε τις όρνιθες της δηλαδή τις κότες της με αποτέλεσμα να ξυπνήσει τον Γιώργο Καλομοίρη. Ο Γιώργος την παρακάλεσε να ησυχάσει για να τον αφήσει να κοιμηθεί μα μόλις ξάπλωσε ξανασηκώθηκε για να γράψει το τραγούδι : Διάλε το τσάκι τσάκι σου και το πουί πουί σου όντε προβάλλεις στην αυλή και κράζεις το πουλί σου…
Το τραγούδι αυτό βέβαια το έγραψε αλλά δεν το έλεγε στα γλέντια. Μετά του ζήτησαν από την Δισκογραφική εταιρία που πήγε για να γράψει, ένα τραγούδι σύγχρονο και όχι πάλι κοντυλιές και συρτό που έγραφαν τότε όλοι οι καλλιτέχνες. Όταν τους έπαιξε το τσάκι – τσάκι όλοι ενθουσιάστηκαν και κάπως έτσι αυτό το τραγούδι ηχογραφείται και γίνεται σουξέ το 1961-1962. Το 1970 μάλιστα που ο Γιωργαντός πήγε παρέα με τον Μανιά στις Βρυξέλλες ενθουσιάστηκαν όταν έπεσε στην αντίληψη τους ένα τσουκ μπόξ που είχε και την φωτογραφία του Γιώργου Καλομοίρη με το τραγούδι τσάκι τσάκι στα γαλλικά.
Μέσα στις αφηγήσεις γι αυτή την χρονική περίοδο ο Γιωργαντός μιλάει για το μαγαζί Καν – Καν που άνοιξε στο Ηράκλειο το 1961-1962. Μέχρι τότε κρητική λύρα δεν ακουγόταν σε μαγαζία και με παρότρυνση του Γιωργαντού ξεκίνησαν λυράρηδες όπως ο Γιώργος Καλομοίρης, ο Νίκος Ξυλούρης, ο Βασίλης Σκουλάς, ο Σπύρος Σηφογιώργάκης κ.α. να παίζουν στο Καν – Καν κάθε Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή. Μέσα από τις γνωριμίες που είχαν τότε οι καλλιτέχνες άρχισαν να συγκεντρώνουν αρκετό κόσμο που ήθελε να ακούσει κρητικά και κάπως έτσι το μαγαζί Καν – Καν μετονομάστηκε σε Κρήτη, μετά σε Ερωτόκριτο και έπειτα ξεκίνησαν αρκετά κρητικά μαγαζιά όπως το Κάστρο, η Λύρα και άλλα.
Στα 30 του χρόνια αποφάσισε να πάει στην Αθήνα για να επισκεφτεί τον Περιστέρη και να του ζητήσει να μάθει τις νότες και να καλλιεργήσει τις μουσικές του γνώσεις.
Μέσα από όλη αυτή την διαδρομή ο Γιωργαντός όχι μόνο διασκέδασε τους κρητικούς αλλά κατόρθωσε να κερδίσει την αγάπη του κοσμου. Για τον ίδιο ήταν σημαντικό να παίζει μουσική με όρεξη και να παίζει κάθε φορά πρώτα για τον εαυτό του – δηλαδή με κριτήριο να ακούει κάτι που του αρέσει – και μετά για όλους τους άλλους. Αυτό τον έκανε να παίζει πάντα μερακλήδικα είτε ένα άτομο το μαγαζί που έπαιζε είτε 1000, είτε του έβαζαν μπαξίσι ( χρήματα ) είτε όχι.
Έχω αδυναμία στη νεολαία γιατί αυτό είναι σαν το σπόρο, όσο έχουμε φυντάνια δεν θα πεθάνει η παράδοση μας.
Ο Γιώργος Καλομοίρης για τους νέους μουσικούς:
- Άλλο ο οργανοπαίχτης και άλλο ο μουσικός. Ο μουσικός γεννάει μουσική, μπορεί όμως να πάρει και ένα ερέθισμα και να κάνει δημιουργία. Πολλές φορές ακούω ένα λαϊκό τραγούδι, ένα ηπειρώτικο π.χ. και παίρνω μια νότα και κάνω δημιουργία. Μαθητής μου του δίνω να μάθει ένα κομμάτι και κάνει ένα λάθος, το λάθος του αυτό με οδηγεί να βγάλω ένα κομμάτι δικό μου. Είναι λίγοι αυτοί που γεννάνε μουσική και θέλει φαντασία μα και αρκετή δουλειά μέχρι να τα καταφέρει κάποιος.
- Το μουσικό κομμάτι τραγουδιέται από την καρδιά του καλλιτέχνη και όχι από το στόμα του. Δεν φτάνει να έχεις φωνάρα….Αν δεν βάλει κάποιος ψυχή δεν καταφέρνει τίποτα.
- Αυτοσχεδιασμούς θέλει και η μουσική και η φωνή. Εγώ δεν έπαιξε ποτέ ένα κομμάτι τρεις φορές.
- Ένας νέος μουσικός θα πρέπει να είναι γνώστης της μουσικής που υπηρετεί. Υπάρχουν αρκετά παλιά τραγούδια που κοιμούνται…ένας νέος πρέπει να είναι ανήσυχος. Δεν πρέπει να παίζει όλο τα ίδια και τα ίδια, είναι προτιμότερο να πάρει ένα παλιό τραγούδι και να το κάνει καινούργιο…
- Αλίμονο στον καλλιτέχνη που θα κοιτάξει το χρήμα. Θυμάμαι μια τιμητική που μου είχαν κάνει στη Ρόδο. Είχε τόσο κόσμο που μπήκα στην αίθουσα από την κουζίνα από την πίσω είσοδο δηλαδή. Εκεί ήταν δύο κρητικοί φαντάροι και μου ζήτησαν να τους βάλω μέσα. Δεν υπήρχε καρέκλα και ζήτησα να τους αφήσουν και θα πλήρωνα εγώ ότι θα έπιναν και θα έτρωγαν. Έκατσαν κασόνια και ο ένας μετά από δύο χρόνια με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να παίξω στον γάμο του δίχως να τον νοιάζει πόσα χρήματα θα ζητούσα. Αν δεν δώσεις δεν παιρνεις και από την άλλη οι καλλιτέχνες πρέπει να δώσουν τα πάντα και να βγάλουν κέφι βγάζουν δεν βγάζουν χρήματα.
- Μεγάλο πράγμα η προσωπικότητα του καλλιτέχνη. Ένας καλλιτέχνης πρέπει να είναι προσεκτικός από το πως θα ντυθεί, πως θα κάθεται την ώρα που παίζει ( μην είναι σαν το τελικό σίγμα ) πως παίζει μέχρι και το τι θα πει αλλά και που θα κάτσει – σε ποια παρέα – όταν θα κατέβει από το πάλκο. Αυτά πρέπει να κρίνει ο κόσμος. Εμείς οι μουσικοί φταίμε γιατί φέραμε την κατάντια αλλά και τα μπουκάλια και το ποτό. Ας γράψει ένας καλλιτέχνης που πίνει τον εαυτό του πως παίζει πριν πιει αλλά και μετά…Όταν ο καλλιτέχνης πίνει κάνει λάθη … που θα το καταλάβουν όμως που πίνουν όλοι και βρίσκονται σε μια έξαρση…Αυτό δεν είναι διασκέδαση.
- Όσο καλός και αν είναι ένας μουσικός δεν πρέπει να υπερβάλει. Κάθε κομμάτι θα πρέπει να έχει και κόμμα και τελεία δηλαδή και κουπλέ και ρεφρέν .