Ρέθυμνο
Επισκεφθήκαμε τον θρυλικό φούρνο Μυστράκη στο Ατσιπόπουλο Ρεθύμνου! | ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Για αυτήν την ιστορία έψαχνα για καιρό έναν ιδιαίτερο πρόλογο. Κάτι που να μπορέσει να δώσει εικόνες, να έχει μυρωδιά και να μεταφέρει γεύση. Μετά σκέφτηκα πως την απλότητα όσων βίωσα εκείνο το απόγευμα δεν την αποδίδουν οι λέξεις γιατί κάπως “χάνεται” το νόημα.
Γι’ αυτό σας παρουσιάζω τον πιο απλό φούρνο του κόσμου, σε μια αυλή στο Ατσιπόπουλο Ρεθύμνου. Κατασκευάστηκε για να “υπηρετήσει” μια από τις πιο δυναμικές γυναίκες που έχω γνωρίσει, με σκληρά χέρια και βελούδινη καρδιά. Καλώς ορίσατε στο φούρνο της οικογένειας Μυστράκη! Ας πάρουμε όμως την ιστορία από την αρχή….
Συνέντευξη: Μαριάννα Τζιράκη
Φωτογραφίες: Χαριτωμένη Κοντού
Το 1974, η κυρία Βαγγελιώ φέρνει έναν μάστορα και χτίζει έναν φούρνο στο μικρό δωμάτιο της αυλής του σπιτιού της. Μαζί με τον σύζυγό της, τον κύριο Γιάννη ξεκινάνε την συστηματική παραγωγή ψωμιού, του οποίου η χάρη έφτανε μέχρι το Ρέθυμνο. Τα χρόνια πέρασαν και μέσα σε αυτό το δωμάτιο, με την ίδια τεχνική, την ίδια συνταγή που πήρε εφτά ολόκληρους μήνες να τελειοποιήσει η κυρία Βαγγελιώ (η αρχική συνταγή ανήκε στην “προκάτοχο”, την πεθερά της) και τα ίδια σχεδόν εργαλεία φτάνουμε στο 2020. Από τότε, η κυρία Βαγγελιώ μεγάλωσε 5 αγόρια, με αγάπη και αγώνα, τρία εξ αυτών ανέλαβαν την επέκταση και εδραίωση των προϊόντων “Μυστράκης“, αποκτά 12 εγγόνια της και πλέον φυτεύει βαμπάκι και βασιλικούς στον κήπο της, όπως μας είπε με καμάρι. Ταξιδεύει όποτε μπορεί εντός Ελλάδας και λατρεύει να διαβάζει. Εκείνη όμως θα σας τα πει πολύ καλύτερα:
Κυρία Βαγγελιώ, θα μου πείτε πώς ξεκινά η ιστορία σας;
Ο φούρνος είναι από το 1974. Όταν ξεκίνησα το έκανα για βιοποριστικούς λόγους. Τρεις η ώρα βάζαμε φωτιά. Ο άντρας μου μετά έπαιρνε τα ψωμιά και τα πούλαγε στο Ρέθυμνο. Παλιά τα έκανε η πεθερά μου. Μετά σταμάτησε και συνέχισα εγώ, όμως άλλαξα την συνταγή.
Την γνωρίζατε την τέχνη από πριν δηλαδή;
Πάντοτε είχα σχέση με το ψωμί γιατί από 14 χρόνων ζύμωνα και φούρνιζα. Η μητέρα μου είναι από την Λιβαδειά, ο πατέρας μου από την Μικρή Γωνιά, εδώ πιο πέρα, και ο παππούς μου βέβαια Μικρασιάτης. Έχω DNA από πολλές απόψεις αλλά δόξα τον Θεό. Από παιδί είχα μάθει την τέχνη της φωτιάς! Ήμασταν 2 κορίτσια στην οικογένειά μου, όλα τα άλλα άντρες. Εγώ έμεινα πίσω, η αδερφή μου σπούδασε, όμως με πολλή δουλειά τα κατάφερα. Θέλει σωματικό κόπο αλλά και μυαλό. Να ξέρεις τι έχει ζήτηση, τι θέλει η αγορά!
Δύσκολη δουλειά όμως, σωστά;
Είναι μια δύσκολη δουλειά, επίπονη. Ζυμώναμε με τα χέρια. Φρόντιζα να κοιμούνται τα μικρά το πρωί. 2μιση 3 ώρα τα χαράματα έπρεπε να σηκωθώ και να ανάψω φωτιά. Το νοικοκυριό το άφηνα λίγο, αναγκαστικά. Μετά που μεγάλωσαν τα παιδιά, μάθανε να κάνουν εκείνα τις δουλειές και τα είχα βάλει σε πρόγραμμα. Είχα 5 αγόρια, δεν γινόταν αλλιώς.
Πώς πήρατε την απόφαση σε τόσο μικρή ηλικία;
Ξεκίνησα 24 χρονών. Τότε είχα ένα αγόρι, μετά ήρθαν τα άλλα. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο τότε, έπρεπε και να δουλεύω και να προσέχω τα παιδιά μου. Ήταν ο μόνος τρόπος και βόλεψε. Και φυσικά να είμαι και αποδοτική στη δουλειά μου.
Περιγράψτε μου μια από εκείνες τις μέρες δουλειάς…
3 ώρα το πρωί κατέβαινα εδώ. Με αυτή τη κατσαρόλα – την βλέπεις; Από τότε την έχουμε, δεν την αλλάξαμε. Μόνο τα χερούλια. Λοιπόν, με αυτήν ζέσταινα το νερό. Σε αυτό το τραπέζι τα έπλαθα. Εδώ και τα τελάρα. Τα παιδιά όταν ξυπνούσαν έφτιαχναν το πρωινό μόνα τους. Ετοιμάζονταν για το σχολείο, μέχρι να τελειώσω εγώ με το φούρνισμα ήταν η ώρα για το σχολείο. Άλλα χρόνια τότε, δεν φοβόμουν.
Την ίδια κατσαρόλα! Και πώς γίνεται η διαδικασία;
Μόλις πλάσω τα κουλούρια τα βάζω κατευθείαν στη φωτιά. Τα ξύλα είναι από την προηγούμενη μέσα (με την κάπνα) ζεσταίνονται, και έτσι το πρωί κατευθείαν φουντώνουν με την πρώτη φλόγα. Χρειάζεται να είναι ζεστός ομοιόμορφα ο φούρνος. Μετά, έχω ένα σίδερο, τραβάω τα κάρβουνα, τα βάζω σε ένα τενεκέ και τα κλείνω για να μην με καίνε. Μετά έχω τον «πανιστή», ένα υγρό πανί με το οποίο καθαρίζω τον φούρνο και από εκεί και πέρα ξεκινάει το φούρνισμα. Είναι διαδικασία μίας ώρας από όταν βγουν τα ξύλα, μέχρι την στιγμή που θα αρχίσει το φούρνισμα.
Όσο μιλούσαμε, εκείνη είχε προλάβει να ανάψει τον φούρνο. Όταν έμαθε ότι θα την επισκεφθούμε ήθελε να μας δείξει την διαδικασία. Μπαίνοντας στο δωμάτιο η κάπνα μπήκε στα ρουθούνια μας. Έτσι θυμήθηκα και εγώ την δική μου γιαγιά. Η φλόγα μεγάλη και τα πρόσωπα καίγονταν. Γενναίες, δυναμικές κινήσεις από την κυρία Βαγγελιώ η οποία παράλληλα απαντούσε στις ερωτήσεις.
Σας κούρασα κυρία Βαγγελιώ, ανάψατε και τον φούρνο…
Δεν είναι κόπος παιδί μου και ούτε με κούρασες…
Έχετε όμορφο λέγειν και ανοιχτό βλέμμα. Ζήσατε όμως στην επαρχία. Πώς βρήκατε την χρυσή τομή;
Θα σου πω κάτι. Εγώ διαβάζω πολύ. Πάρα πολύ. Τα πάντα. Από εφημερίδα, μέχρι ό,τι βιβλίο πέσει στα χέρια μου. Αυτό σου ανοίγει ορίζοντες. Σε κάνει να βλέπεις διαφορετικά τα πράγματα. Η τηλεόραση σε καθηλώνει και σε καθοδηγεί, σε κατευθύνει , ενώ όταν διαβάζεις μαθαίνεις να βλέπεις πιο μακριά και να σκέφτεσαι πιο πολύ. Όταν διαβάζεις δεν πρέπει να βιάζεσαι. Για να αφομοιώνεις αυτό που διαβάζεις. Εγώ πήγα μέχρι 6η δημοτικού. Δεν υπήρχε δυνατότητα να συνεχίσω. Ήμασταν 6 αδέρφια.
Αν είχατε την δυνατότητα τι θα είχατε σπουδάσει;
Παιδαγωγός!
Με δώδεκα εγγόνια όμως, σίγουρα το ασκήσατε το επάγγελμα!
Δόξα τον Θεό! (γέλια)
Θα μου δώσετε μια συμβουλή;
Η κάθε δουλειά θέλει υπομονή, δύναμη και μυαλό. Τα έχεις αυτά; Θα πας μπροστά. Κάθε μέρα να σκέφτεσαι τι καλό μπορείς να κάνεις με τη δουλειά σου και να αντέχεις. Σε μια εποχή ταχύτητας, να έχεις υπομονή και να μην βιάζεσαι.
Έξω στην αυλή, μας περίμενε ο Νίκος, ένας εκ των 5 αγοριών. Εκείνος είναι ο καλλιτέχνης της οικογένειας. Ένας άνθρωπος που στην ζωή του άλλαξε πολλές δουλειές, όμως κάθε μία όπως μας παραδέχτηκε του έμαθε πολλά και σίγουρα τον βοήθησε να κατασταλάξει στον τομέα του marketing και των πωλήσεων πάνω στις οποίες εργάστηκε αρκετά χρόνια. Μία τυχαία cart postal που είδε από έναν φίλο του στις Μαργαρίτες Ρεθύμνου, του έβαλε το σαράκι να κάνει κάτι αντίστοιχο για τον φούρνο της “μάνας” του όπως όμορφα αποκαλεί την κυρία Βαγγελιώ.
Κύριε Νίκο, τι θυμάστε ως παιδί από τον φούρνο;
Τους θυμάμαι τους γονείς μου στην σκάφη και τον πατέρα μου να κρατάει δεματιά τα ξύλα, χειρωνακτικά. Να πάει στο ενδιάμεσο της δουλειάς του να κουβαλήσει. Μετά αυτό το αναλάβαμε εμείς. Πολύ ενεργά, πρωί καλοκαίρι. Μόνο πρωί Χριστουγέννων δεν πηγαίναμε. Τότε ήταν απλά μα και σκληρά χρόνια. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι οι γονείς δεν κάνανε τίποτα για τον εαυτό τους. Όλα για την εκπαίδευσή μας, να ανοίξουν οι ορίζοντές μας, για να επιβιώσουμε εμείς στην συνέχεια.
Πώς αποφασίσατε να μπείτε ενεργά στον χώρο του εμπορίου;
Όταν δούλευα στο αρχαιολογικό μουσείο, ως φύλακας, είχα ώσμωση με τους αρχαιολόγους και τους συντηρητές, οι οποίοι αγαπούν πολύ την Τέχνη. Είχα πάει βόλτα στις Μαργαρίτες, σε ένα φίλο μου εκεί, Αυτός ο φίλος είχε κάνει μία πολύ όμορφη cart postal για το εργαστήρι κεραμικής του και μου άρεσε σαν ιδέα. Από τις φωτογραφίες που είχα τραβήξει, όταν άρχισα να ασχολούμαι με την ζωγραφική, σκέφτηκα “να μια ωραία ιδέα να δείξω την δουλειά της μάνας μου” .
Όπου πήγαινα λοιπόν, άφηνα μια τέτοια κάρτα και όλοι μου έλεγαν θετικά σχόλια. Ο Λευτέρης, ο αδερφός μου, είναι μάγειρας και είναι μαχητικός στον τομέα του και γνωρίζοντας ότι μπορώ να συνεργαστώ μαζί του, του ζήτησα να έρθει και να προχωρήσουμε μαζί στο εγχείρημα αυτό. Όπως κι έγινε. Κάναμε μια όμορφη δουλειά και παλεύουμε σκληρά μέρα νύχτα για να είναι όλα όπως πρέπει. Όλοι είδαν το πάθος και την αφοσίωση που είχα. Είμαι εγώ, ο Λευτέρης και ο Κυριάκος στη δουλειά. Δεν φοβάμαι γιατί είμαι βέβαιος για αυτό που κάνουμε. Έχουμε συγκεκριμένες αξίες. Ακόμα και οι τιμές μας είναι χαμηλές, αν και η ποιότητα μας είναι η καλύτερη. Δουλειά, αγάπη και αξιοπρέπεια.
Στο ενδιάμεσο της κουβέντας, μας καλησπέρισε ο κύριος Γιάννης, ο πατέρας της οικογένειας. Εάν διαβάσει το κείμενο σίγουρα δεν θα θέλει να πω πολλά για εκείνον. Σεμνός, αξιοπρεπής αλλά τετραπέρατος. Δεν υπήρχε τίποτα από Ιστορία που να μην γνώριζε, τίποτα από την επικαιρότητα που να μην είχε άποψη, ενώ οι αναμνήσεις του από την Γερμανική κατοχή και τα σκληρά χρόνια που πέρασε, μας ταρακούνησαν. “Να είσαι μέσα σ’ όλα παιδί μου και να μην περιμένεις τίποτα έτοιμο. Έτσι μόνο θα επιζήσεις”.
Φύγαμε με καλούδια στα χέρια, συμβουλές στα αυτιά, μυρωδιές στα μαλλιά (αχ, αυτή η κάπνα!) και χορτάτη καρδιά <3