Ρέθυμνο
Οι έντεκα Ανωγειανοί που παραμένουν… «εξαφανισμένοι»
Η ιστορία των 11 Ανωγειανών που απήχθησαν από τους Γερμανούς και δεν βρέθηκαν ποτέ…
Στις 13 Φεβρουαρίου 1944 δολοφονήθηκε πισώπλατα από τους Γερμανούς, ο Αρχηγός των Ανωγείων και Άνω Μυλοποτάμου Γιάννης Δραμουντάνης Στεφανογιάννης. Μετά την εκτέλεσή του, οι άντρες του γερμανικού τακτικού στρατού με τους γερμανόφιλους συνεργάτες που τους συνόδευαν, έλυσαν τον κλοιό του χωριού και αποχώρησαν από τ ’Ανώγεια. Μαζί τους πήραν έντεκα Ανωγειανούς. Τους οδήγησαν στο Ηράκλειο και μέχρι σήμερα, δεν γνωρίζει κανείς τι απέγιναν.
Διάφορες φήμες και εκτιμήσεις από τις οικογένειες των απαχθέντων, αναφέρουν ότι επιβιβάστηκαν από το λιμάνι της Σούδας στο πλοίο «KAVO PINO» με τελικό προορισμό τη Γερμανία. Κατά τον απόπλου του, τορπιλίστηκε από συμμαχικό υποβρύχιο. Η πληροφορία δεν τεκμηριώνεται, αφού το συγκεκριμένο πλοίο τορπιλίστηκε και βυθίστηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1944, πριν τη σύλληψη των έντεκα Ανωγειανών.
Ο Σωκράτης Σαλούστρος, αδελφός του Βασίλη Σαλούστρου, ενός από τους ομήρους, διηγείται ότι οι 11 Ανωγειανοί εκτελέστηκαν στην περιοχή «Δυο Αοράκια» του Ηρακλείου. Την ίδια πληροφορία αντλούμε από το τραγούδι του Νικολάου Κοκοσάλη που έγραψε για τον πατέρα του Ανδρέα, της ομάδος των 11 Ανωγειανών που «εξαφανίστηκαν» στις 13 Φεβρουαρίου 1944. Ακόμη μια εκτέλεση από τη Βέρμαχτ που δεν έγινε γνωστή αλλά κρατήθηκε στα «συρτάρια» της ιστορίας.
Η «Έκθεση περί της δράσεως της ενόπλου Ομάδος Αντιστάσεως Ανωγείων και ολοκλήρου του διαμερίσματος Άνω Μυλοποτάμου», στη σελίδα 64 αναφέρει τα ονόματα των έντεκα (11) Ανωγειανών που «εξαφανίστηκαν» στις 13 Φεβρουαρίου 1944. Οι πατριώτες αυτοί ήταν: Γεώργιος Βασ. Δραμουντάνης, Ιωάννης Ιωσήφ Σταυρακάκης, Ιωάννης Γεωργ. Κωνιός, Αλκιβιάδης Δημ. Σαλούστρος,
Κωνσταντίνος Βασ. Σμπώκος, Βασίλης Στ. Μανουράς, Νικόλαος Γεωργ. Μανουράς, Ανδρέας Ιωάν. Αεράκης ή Νινής, Βασίλειος Δημ. Σαλούστρος,
Ανδρέας Σαρακ. Κοκοσάλης και Μανόλης Νικολ. Κοκοσάλης.
Ο Μιχάλης Δραμουντάνης του Βασιλείου ή Κακοπάντηδος, αδελφός του Γεωργίου Δραμουντάνη, ενός από τους απαχθέντες τον Φεβρουάριο του 1944, περιέγραψε τη σύλληψη του αδερφού του. Ο Βασίλης είχε καφενείο στο κέντρο του χωριού και ο αδερφός του Μιχάλης, (τον Μάρτιο του 2008), θυμάται:
“Όταν εκυκλώσανε οι Γερμανοί το χωριό το Φλεβάρη του 1944, επήγε ο πρόεδρος που ήτο τότες και τον εσήκωσε από το σπίτι μας. Του λέει έλα Γιώργη ν ’ανοίξεις το καφενείο. Ο αδερφός μου επήγε κι άνοιξε το καφενείο και μπήκαν οι Γερμανοί. Των άναψε τη σόμπα και των έκανε τσάγια μέχρι που εξημέρωσε.
Όντεν εξημέρωσε εφύγανε οι Γερμανοί και αρχίξανε να κάνουνε έρευνες. Στο καφενείο εμείνανε οι αξιωματικοί. Επήγε τότε ο αδερφός μου στου πατέρα μου και του λέει να με κρύψετε διότι θα με σκοτώσουνε. Κάτι εγνώρισε. Λέω πως θαν είδε γκεσταπίτες. Του λέει ο πατέρας μου πού παιδί μου να σε κρύψωμε, γύρισε μα δε σε παίρνουνε. Και πάει στο καφενείο πάλι. Και νεμαζώνουνε οι Γερμανοί τσι χωριανούς, επιάσανε και το Στεφανογιάννη και εφύγανε οι Γερμανοί αξιωματικοί από το καφενείο και τον αφήκανε εκεί. Κι άμα φεύγανε οι Γερμανοί από τη πλατεία τον είδανε στο καφενείο και ήρθανε και τονε πήρανε.
Τονε πήγανε στο σχολειό κι από κει δεν τονε ξανάδαμε. Όλοι που πιάσανε οι Γερμανοί εκείνη την ημέρα ήτανε κρυμμένοι. Μόνο ο αδερφός μου και ο Βασίλης ο Σαλούστρος δεν ήτανε κρυμμένοι. Γιατί του Βασίλη του Σαλούστρου του ’πενε ο αδερφός του ο Σωκράτης άντε Βασίλη να κρυφτούμε και του λέει ο Βασίλης ντα εχθές με μολάρανε από την αγγαρεία από το Γενή Γκαβέ και σήμερο θα με πάρουνε πάλι; Και πήρανέ ντονε κι αυτό μαζί με τσι έντεκα”.
Ένας από τους έντεκα Ανωγειανούς που πήραν μαζί τους οι Γερμανοί από τ ’Ανώγεια στις 13 Φεβρουαρίου 1944, ήταν και ο Βασίλης Δημητρίου Σαλούστρος. Ο αδερφός του Σωκράτης Σαλούστρος ή Χατζής, τον Μάρτιο του 2008 διηγείται για την “εξαφάνισ甪 του αδερφού του:
«Οι μόνοι που δεν ήτανε κρυμμένοι ήταν ο αδερφός του Κακαοπάντηδου και ο αδερφός μου. Κι εγώ κι ο αδερφός μου ο Βασίλης είμαστε στην οργάνωση και ετροφοδοτούσαμε τους αντάρτες εδώ και με δελτία από το Ραφτόπουλο το συμπέθερο του Καπετάν Μιχάλη Ξυλούρη. Έφερνα σημειώματα από το Βασίλη το Ραφτόπουλο από το Ηράκλειο και τα παρέδιδα στο Φρουδά. Ο αδερφός μου είχε κάνει σαράντα μέρες αγγαρεία στο Γενή Γκαβέ, ο Σήφης τον είχε στην αγγαρεία με τριάντα άλλους χωριανούς μας. Και τσ ’είχε αφήσει προ δυο μέρες. Εγώ κοιμόμουνα στο σπίτι του πατέρα μου. Ακούω τσ ’αρβυλιές και σηκώνομαι και ντύνομαι.
Ο αδερφός μου εκοιμούντανε κι αυτός στη πια μεγάλη αίθουσα του σπιτιού. Πιο μικρός από μένα δυο χρόνια ήτανε στην ηλικία. Είκοσι χρονών αυτός είκοσι δυο εγώ. Επήγα και τον έπιασα από το χέρι και του λέω Βασίλη σήκω να πάμε να κρυφτούμε γιατί οι Γερμανοί επλακώσανε το χωριό. Και μου λέει δεν έρχομαι. Σαράντα μέρες ήμουνε στην αγγαρεία. Αν ήθελα κατηγορηθώ για τίποτα θελα μ ’έχουνε συλλάβει. Μόνο άμε εσύ. Τόνε πιάνω από το ένα χέρι και τόνε τραβώ αλλά αυτός επάτησε το χέρι του στο χαλί στο πάτωμα και δεν εσηκώνουντονε.
Ωστόσο εξημέρωνε. Οι Γερμανοί είχανε στεμένα πολυβόλα και παρακολουθούσανε τσι κινήσεις και βάνουνε και με τα πολυβόλα για εκφοβισμό και με τα όπλα. Ήτανε ένας γείτονας εδώ που είχε δυο σπίτια με κεραμίδι και κάνανε ένα αυλάκι στη μέση τα κεραμίδια. Χρόνης Πλουσής ελέγουντονε ο γείτονας. Καλός γείτονας και πατριώτης. Εβγήκα εκεί. Μου πέταξε η μακαρίτισσα η μάνα μου μια κουβέρτα για να μη θέσω κατάχαμα στο χαντάκι και κρύφτηκα. Και οι περισσότεροι οπλαρχηγοί της Εθνικής Αντιστάσεως εβρεθήκανε μέσα στο χωριό. Ο Στεφανογιάννης, ο Καπετάν Μιχάλης, ο Παπα-Γιάννης και οι άλλοι. Ευτυχώς δεν μας εβρήκανε. Ο αδερφός μου επήγε στη συγκέντρωση ανύποπτος.
Τη βραδιά που έφυγε ο Στεφανογιώργης με το παπα-Γιάννη και άλλους για τη Μέση Ανατολή, (σημ.: αρχές Ιουνίου 1943), εγώ έκανα εμπόριο τότε, μπακάλικο. Στο Ηράκλειο εβγάζανε τότες ψωμί μισό κριθαρένιο μισό σταρένιο. Και περνούνε από δω, απόγευμα ήτανε, ο Στεφανογιώργης με το παπα-Γιάννη και μου λένε:
-Σωκράτη έχεις ψωμί;
-Έχω. Πόσα ψωμιά θέτε, τόνε λέω.
-Είκοσι πέντε.
-Τά ’χω.
-Πάρε τα λεφτά, μου λένε, και να τα στείλεις το βράδυ στου Στεφανογιάννη του Αρχηγού το σπίτι.
Λέω λοιπόν το βραδάκι στον αδερφό μου το μακαρίτη το Βασίλη ο οποίος ήτανε παλικάρι:
-Βασίλη, έτσι κι έτσι και μου πλερώσανε είκοσι πέντε ψωμιά ο Στεφανογιώργης με το παπα-Γιάννη, να τα πας θέλει στου Στεφανογιάννη το σπίτι;
Η αγγλική προπαγάνδα επλήρωνε τότε τα λεφτά. Κάποιος από τσι καλοθελητές τω Γερμανώ τον είδε. Αυτός επέρασε βέβαια το κεντρικό δρόμο. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Τα ψωμιά ήτανε μέσα σε τσουβάλι, τα σήκωσε στη πλάτη του και τα πήγε. Τον είδανε ότι επήγε στου Στεφανογιάννη το σπίτι. Ο προδότης είχε συνεργασία με τη Γκεσταπό του Ηρακλείου. Τον ποδότη τόνε μάθαμε μετά. Επήγε στη Γκεσταπό και εκατάθεσε τότε ότι ο Βασίλης Σαλούστρος τροφοδοτεί τσ ’αντάρτες. Μετά από έξε μήνες που έγινε τώρα η τυλιξά στο χωριό διαβάζουνε οι Γερμανοί ένα χαρτί και λένε του Κακοπάντηδου.
-Συλλαμβάνεσαι γιατί είσαι ο Γιώργης ο Δραμουντάνης, είχε το όνομα του Στεφανογιώργη ο μακαρίτης.
Και του αδερφού μου του λένε:
-Κι εσύ Βασίλη Σαλούστρο συλλαμβάνεσαι γιατί είσαι τροφοδότης των ανταρτώ και των Εγγλέζω.
Δεν τσι ξανάδαμε ποτέ. Κανένα από τσι έντεκα που συλλάβανε.
Εγώ μαζί με το γέρο Κακοπάντηδο, μετά που φύγανε οι Γερμανοί από το χωριό με τσι ομήρους, επήγαμε προς αναζήτηση των αθρώπων μας στο Ηράκλειο. Μας ε λένε δεν ξέρομε ήντα γεννήκανε.
Δε μας ε μαρτυρήσανε από τη Γκεσταπό τίποτα. Κάποιος μας είπε ότι τσι πήγανε στα Χανιά στην Αγυιά. Επήγαμε και στα Χανιά με το Κακοπάντηδο και ρωτήξαμε. Μας είπανε ότι εδώ πρέπει να τσ ’έχουνε αλλά δεν είμεθα απολύτως βέβαιοι.
Εγυρίσαμε στο χωριό και εμαζέψαμε ψωμιά και διάφορα τρόφιμα και τα βάλαμε σε σακιά, ο καθένας που είχε τον άθρωπό του από τσι έντεκα που είχανε πιάσει οι Γερμανοί και τα πήγαμε πάλι στα Χανιά. Προβαίρνει ένας φύλακας τση φυλακής και μας ε λέει τι θέτε. Του λέμε ότι οι Ανωγειανοί που συλλάβατε όταν εσκοτώσατε τον Αρχηγό είναι εδώ και τους φέραμε μερικά πράγματα. Λένε δώστε μας τα. Τα δίδομε, γράφομε και τα ονόματά μας. Αλλά οι δικοί μας δεν ήτανε εκεί. Αυτοί τα φάγανε.
Τη βραδιά που τσι πήρανε εμείνανε στη Γκεσταπό στο Ηράκλειο. Την επαύριο τσι πήρανε και τσι πήγανε στα «Δυο Αοράκια» στο αεροδρόμιο και τσι εχτελέσανε. Το έμαθα από ένα φίλο μου από τσι Κορφές που ήτανε φυλακή στη Γκεσταπό τότε. Λουδιανός Μιχάλης το όνομά του. Από το χωριό Κορφές Μαλεβυζίου. Και μου λέει ο Λουδιανός:
-Ήντα μωρέ ψάχνετε φίλε Σωκράτη. Την επαύριο τσι πήγανε στα «Δυο Αοράκια», σ ’αυτό το μέρος, και τσι σκοτώσανε.
-Πώς το κατέχεις, του λέω.
-Ένα φίλο είχα μέσα στη Γκεσταπό και μου ’πε μη ψάχνετε μα έτσι κι έτσι συμβαίνει.
Για τους 11 Ανωγειανούς, ο +Νικόλαος Κοκοσάλης, γιος του Ανδρέα Κοκοσάλη ενός από τους απαχθέντες, στις 9 Μαρτίου 2008 μας απήγγειλε ένα δραματικό τραγούδι που ο ίδιος είχε δημιουργήσει στη μνήμη του ήρωα πατέρα του. Το τραγούδι έλεγε:
ΟΙ ΕΝΤΕΚΑ ΑΝΩΓΕΙΑΝΟΙ
“Ο κόσμος έχει βάσανα μεγάλα νταλαβέρια
κακή εποχή επέσανε εις τω Γερμανώ τα χέρια.
Οι Γερμανοί εγυρεύγανε η το Στεφανογιάννη
καπετανάτα ανταρτικά Σκουλά παπα το Γιάννη.
Αγγλόφιλους εγυρεύγανε αντάρτων σωματεία
κρυμμένους βρήκαν τσ ’έντεκα και κάμαν τσι εξορία.
Τα έντεκα τα άτομα αυτά εξαφανισμένα
γροικάτε η τσι γενεές να σας τσι πω ένα ένα
Δυο Μανουράδες ήσανιε Νικόλας και Βασίλης
κλαίει τσι όλο το χωριό οι συγγενείς κι οι φίλοι.
Και δυο οι Κοκοσάληδες Αντρέας και Μανόλης
που ήσαν οι καλύτεροι τση γενεάς των όλης.
Αεραντρέας ο Νινής εις τον ανθό τση νιότης
μικρό παιδί απάγωτος ακόμη στρατιώτης.
Γιάννης Ταγιάρης ή Κωνιός Ταγιάρενα καημένη
πως θ ’αναθρέψεις τα παιδιά βαριά αναστεναγμένη.
Του Κακοπάντηδου ο γιος ο Γιώργης Δραμουντάνης
τέθοιο καλόχαρο παιδί μην ήτο μήδε ’ φάνη.
Τέθοιο καλόχαρο παιδί και στον ανθό τση νιότης
στην ηλικία ήτανε να πάει στρατιώτης.
Και δύο Καβαλαριανοί μια γεννεά ομάδι
Βασίλης γιος η του Χατζή Σαλούστρο Αλκιβιάδης.
Οι Γερμανοί εκάμανε καταστροφές στη Κρήτη
μοναχογιός ήταν κι ο γιος του Σαλουστροδημήτρη.
Οι Γερμανοί εσκοτώσανε η το Στεφανογιάννη
μετά επήραν στ ’έντεκα απ ’ του Ζαφειρογιάννη.
Και παν τσι στο Γενή Γκαβέ και βάνουν τσι στ ’αμάξι
να τσι γοργομισέψουνε κιανείς να μη τσι φτάσει.
Μα οι γυναίκες τον επά ωσάν τα περιστέρια
και πήγασίν τονε ψωμί η τ ’αγαπημένα ταίρια.
Μέσα στ’ αμάξι τσ’ είχανε οι σκύλοι σφραγισμένους
δεν τσ ’ είδαν ’ οι γυναίκες τως τους αναστεναγμένους.
Λένε οι γυναίκες μια τσ ’αλλής η στο χωριό θα βγούμε
κι αύριο στο Ηράκλειο θα πάμε να τους δούμε.
Πρωί πρωί σηκώνουνται και μπαίνουνε η στη Χώρα
μα μ ’ουδέ εκεί δε τσ ’ είδανε ανάθεμα την ώρα.
Στο Ηράκλειο τσι βάλανε τη Κυριακή το βράδυ
Δευτέρα αργά εχαθήκανε τη νύχτα στο σκοτάδι.
Μία γυναίκα Καστρινή τσ ’είδε από μία πόρτα
στ ’αμάξι όντε τσι βάνανε μ ’Ανωγειανά καπότα.
Στέκεται και παρατηρά τη κίνησήν των όλο
πάνω στ ’αμάξι εβάλανε και οπλοπολυβόλο.
Δίνουνε τ ’αμαξού καιρό και χάνεται σα τ ’ άστρο
ποιος ξέρει τι τσι κάμανε πο μέσα απού το Κάστρο.
Εάν τσι τουφεκίσανε Ηράκλειον της Κρήτης
ξέρει το δεν τ ’ομολογά ο Καψαλοδημήτρης…”.
Από το τραγούδι απουσιάζουν τα ονόματα δύο από τους έντεκα Ανωγειανούς που συνέλαβαν οι Γερμανοί στις 13 Φεβρουαρίου 1944. Του Κωνσταντίνου Βασιλείου Σμπώκου και του Ιωάννη Ιωσήφ Σταυρακάκη. Ο Νικόλαος Κοκοσάλης μας τόνισε πως υπήρχαν οι στίχοι, αλλά δεν έρχονταν στη θύμησή του.
Πηγή: patris