Η Κρήτη έχει αλλάξει πολύ σε σύγκριση με τα παλιά χρόνια και συνεχίζει να αλλάζει διαρκώς. Οι άνθρωποι που μένουν και αγαπάνε αυτόν τον τόπο διατηρούν διαχρονικές συνήθειες, αλλά πολλά στοιχεία από το παρελθόν του νησιού δεν υπάρχουν πια.
Το Ντουκιάνι, ο «πρόγονος» των Κρητικών καφενείων που λίγοι θυμούνται, αποτελεί εδώ και δεκαετίες κομμάτι της λαογραφικής ιστορίας της Κρήτη. Τα νεότερα καφενεία των πρόσφατων δεκαετιών φυσικά και έχουν πολλές ομοιότητες με τα «Ντουκιάνια» όμως αυτά ήταν κάποτε πράγματι κάτι διαφορετικό…
Γράφει ο Αντώνης Τσαλίκης για το Daynight.gr
Τα Ντουκιάνια, για να το κατανοήσουν οι περισσότεροι, ήταν καφενεία που λειτουργούσαν ως αίθουσες πολλαπλών χρήσεων μέχρι και περίπου τις δεκαετίες του 1950-1960. Σε σύγκριση με τα καφενεία που όλοι γνωρίζουμε από εκείνη την περίοδο και έπειτα, ήταν αρκετά πιο λιτά, με ελάχιστα έπιπλα και χωμάτινο πάτωμα έως την γερμανική κατοχή του νησιού. Η απόλυτη απλότητα του ωστόσο δεν ήταν λόγος να μην το γεμίζουν θαμώνες σε όλη τη διάρκεια της ημέρας. Ήταν βλέπετε εποχές σκληρές αλλά και παράλληλα έντονες σε φιλικές σχέσεις ανθρώπων και γενικότερα κοινωνικοποίησης σε χωριά και πόλεις.
Όπως και σήμερα στα μοντέρνα καφέ και τα παραδοσιακότερα καφενεία, έτσι και στο Ντουκιάνι οι τότε Κρητικοί περνούσαν τις ελεύθερες ώρες τους.
Λίγο μετά ή λίγο πριν την εργασία σε χωράφια, κτηνοτροφικές μάντρες και μαγαζιά, βρίσκονταν όλοι μαζί σε αυτούς τους ιδιαίτερους «πολυχώρους» για τόσους και τόσους λόγους.
Δεν είναι εύκολο να σκεφτεί ένας σημερινός Κρητικός την καθημερινότητα σε ένα Ντουκιάνι για παράδειγμα του 1925. Έναν αιώνα πριν οι ανέσεις δεν υπήρχαν, οι άνδρες της εποχής είχαν αρκετά διαφορετικές ζωές όπως επίσης και διαφορετικές ανάγκες. Το Ντουκιάνι λοιπόν ήταν ένας χώρος που κυρίως ικανοποιούσε την επιθυμία να βρεθούν φίλοι και παρέες μαζί όπως τα σημερινά καφενεία. Ωστόσο, ο χαρακτήρας και η προσφορά που είχαν στην τοπική κοινωνία ήταν ιδιαίτερα πιο διευρυμένα.
Φυσικά και στα Ντουκιάνια όποιος έμπαινε θα έβρισκε έτοιμη και ζεστή την χόβολη από τον ντουκιαντζή (καφετζή) για το αγαπημένο όλων καφεδάκι.
Η χόβολη που ήταν ουσιαστικά πυρακτωμένη άμμος ή στάχτη, φτιαχνόταν με το άναμμα ξυλοκάρβουνων ή ελαιοπυρήνας και την συντηρούσαν έτοιμη για τα φτιάξιμο του «γκαβέ» (καφέ) σκεπάζοντάς τη με αλουμινόφυλλα.
Ο Κρητικός θαμώνας ή κάποιος περαστικός στο Ντουκιάνι θα έβρισκε επίσης αρκετά άλλα πράγματα στο «τεζιάκι» (πάγκος) του καφετζή. Δεν γινόταν να λείπουν τα μπουκάλια με την ρακί, το κρασί και τα κουτάκια με λουκούμια ή βανίλιες. Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις υπήρχαν και διαθέσιμοι ναργιλέδες για τους πιο απαιτητικούς πελάτες. Σε πολλές περιπτώσεις μπορούσες να βρεις διαθέσιμα ακόμη και τσιγάρα χύμα! Σιγά σιγά προστέθηκαν στα Ντουκιάνια και τα αναψυκτικά τα οποία συχνά τα κρατούσαν κρύα σε κουβάδες που κρεμούσαν σε πηγάδι…
Όσο και αν σήμερα μας φαίνεται περίεργο, εντός του χώρου κάποιος μπορούσε πέρα από προϊόντα να λάβει και υπηρεσίες. Σε πολλά Ντουκιάνια όποιος ήθελε θα συναντούσε κάποιον να του φτιάξει τα χαλασμένα στιβάνια του ή ακόμη και πραγματικά τσαγκάρη. Όπως επίσης σε μια άλλη γωνιά μπορούσε να «επισκεφθεί» το κουρείο για να κουρευτεί ή να ξυριστεί. Μπορεί το ξύρισμα να γινόταν με πολύ πιο απλά μέσα εκείνη την εποχή αλλά το Ντουκιάνι ήταν όντως και χώρος γρήγορης περιποίησης για τους άνδρες εκείνα τα χρόνια.
Πέρα από όλα τα παραπάνω, τα Ντουκιάνα όπως είπαμε είχαν διευρυμένο ρόλο εκείνα τα χρόνια. Τα χρόνια που δεν υπήρχαν τηλεοράσεις και γενικότερα δυνατότητα άνετης επικοινωνίας και ενημέρωσης. Οι πολυχώροι αυτοί ήταν απόλυτα συνδεδεμένοι με την ανάγκη των Κρητικών να περάσουν μερικές ευχάριστες ώρες που διέθεταν πέρα από τις δουλειές τους. Οι κουβέντες εμπιστοσύνης με φίλους, οι πάσης φύσης συζητήσεις για διάφορα θέματα που απασχολούσαν την τοπική κοινωνία και φυσικά η διασκέδαση με χαρτιά κ.α. ήταν στοιχεία που χαρακτήριζαν για δεκαετίες τα Ντουκιάνια από άκρη σε άκρη στην Κρήτη.
Μη έχοντας οποιαδήποτε σχέση με τα μοντέρνα καφέ, τότε στα Ντουκιάνια θα μπορούσες να δεις Κρητικούς να παίζουν με τις ώρες χαρτιά, τάβλι ενώ κάποια άλλοι πιο κουρασμένοι μπορεί να έριχναν έναν υπνάκο στα γρήγορα σε μια καρέκλα. Ο χώρος αυτός ήταν κάτι περισσότερο από χώρος εστίασης. Για τους περισσότερους ήταν σχεδόν σαν ένα δεύτερο σπίτι που μοιράζονταν με φίλους και συγχωριανούς. Με ανθρώπους που είχαν στενούς δεσμούς και τόσο κοινά ενδιαφέροντα που το Ντουκιάνι είχε και μια αίσθηση «σχολείου» για μεγάλους.
Εκεί μέσα ανταλλάσσονταν κουβέντες για τα θέματα των εργασιών, οι νεότεροι μπορούσαν να μάθουν πράγματα από τους πιο έμπειρους και ακόμη περισσότερο γινόταν μια κοινωνική «ζύμωση» που άλλαζε χρόνο με το χρόνο τους κατοίκους αλλά και τα χωριά ολόκληρα…