ΚΡΉΤΗ
Αυτή είναι η γαλλική πόλη που τιμά σαν ήρωα τον Νίκο Καζαντζάκη | ΦΩΤΟ
Συμπληρώθηκαν το 2017 εξήντα χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη. Ολοι οι Ελληνες γνωρίζουν τον σπουδαίο ποιητή, πεζογράφο και στοχαστή.
Διάβασαν τον «Ζορμπά» ή είδαν το έργο του Κακογιάννη με τον Αντονι Κουίν και την Ειρήνη Παπά, κάποιοι διάβασαν και το «O Χριστός ξανασταυρώνεται» ή είδαν τη βραβευμένη ταινία του Ζυλ Ντασσέν με τη Μελίνα Μερκούρη.
Το ότι ο Καζαντζάκης πέρασε τα τελευταία εννέα χρόνια της ζωής του στην Αντίπολη της Νότιας Γαλλίας ελάχιστοι το γνωρίζουν και θα ξαφνιαστούν, όπως και εγώ ξαφνιάστηκα πριν από πολλά χρόνια όταν έμαθα ότι οι Γάλλοι τον τίμησαν και έδωσαν το όνομά του στην πλατειούλα όπου διατηρείται, σαν μνημείο, το ταπεινό σπιτάκι όπου έζησε.
Μία βόλτα στην Κυανή Ακτή
Αλλά ας μεταφερθούμε στην Côte d’Azur, την Κυανή Ακτή. Η Γαλλική Ριβιέρα, όπως πολλοί τη γνωρίζουμε, δεν είναι μόνο συνώνυμη του «τζετ σετ», είναι και ο τόπος όπου προβάλλεται η σύγχρονη τέχνη σε όλες τις μορφές της: ο Πικάσο, ο Ματίς, o Μαρκ Σαγκάλ, o Πολ Σινιάκ, ο Κοκτό, ο Λε Κορμπιζιέ, για να αναφέρω μόνο κάποιους από τους γνωστότερους καλλιτέχνες που πέρασαν κάποτε ένα μέρος της ζωής τους στη Ριβιέρα.
Και σε μια γωνία της, στην Αντίμπ, την αρχαία ελληνική Αντίπολη, θα ανακαλύψουμε τον τόπο που διάλεξε ο Νίκος Καζαντζάκης για να ολοκληρώσει το έργο του.
Ερχόμενος από την Ιταλία, μετά το Σαν Ρέμο, ο δρόμος γίνεται μια στενή λωρίδα ανάμεσα στο απόκρημνο βουνό και τη θάλασσα.
Φτάνεις στα ιταλογαλλικά σύνορα, τα περνάς στο Βεντιμίλια κι από εκεί εκτυλίσσεται μπροστά σου το πανόραμα της πανέμορφης, πολυπαινεμένης Γαλάζιας Ακτής.
Για να τη διασχίσεις έχεις να επιλέξεις ανάμεσα σε τρεις εντυπωσιακούς δρόμους: την παραλιακή Κάτω Κορνίς, την Ανω Κορνίς και τη Μεσαία.
Από τη μια η απεραντοσύνη της γαλάζιας θάλασσας, από την άλλη τα απόκρημνα βράχια, που πολλές φορές θυμίζουν τις κατακόρυφες πέτρες των Δελφών, καθώς στέκονται σε ισορροπία –με τη θέληση των θεών– ανάμεσα στον ουρανό και τους ανθρώπους. Εδώ όμως λείπει το δέος που σου προκαλεί το μυστηριακό τοπίο και ο Απόλλωνας απουσιάζει.
Οι ομορφιές της περιοχής
Μυριάδες λουλούδια στολίζουν τα παρτέρια και τα πάρκα, όλα ωραία ταχτοποιημένα, ταιριαστά, ενώ στα υψώματα βασιλεύουν τα πεύκα, που απεγνωσμένα επιμένουν να κρατιούνται όρθια βυζαίνοντας τα σπλάχνα της πέτρας.
Οπου υπάρχει απλωσιά, το τοπίο ηρεμεί, προσφέρει την ελιά και πιο πέρα, όταν προσπεράσεις τα υψώματα, σε καλωσορίζουν απέραντα λιβάδια λεβάντας.
Μικρές πόλεις, με μικρά και μεγάλα σπίτια, όλων των ρυθμών, όλων των ηλικιών, που στέκονται δίπλα δίπλα στις πολυκατοικίες, ταιριαστά, ισορροπημένα.
Οπου αφήνουν ακανόνιστα κενά, τα καταλαμβάνουν κήποι, μικροί οι περισσότεροι. Εκεί βασιλεύει η μπουκαμβίλια, το γιασεμί, το νυχτολούλουδο. Ενώ την άνοιξη οι γλυσίνες, περίεργες, δρασκελίζουν τους φράχτες και τα μαβιά τους τσαμπιά ευωδιάζουν.
Μεντόν, Καπ Σεν-Μαρτέν προηγούνται του λιλιπούτειου πριγκιπάτου του Μονακό με πρωτεύουσα το Μόντε Κάρλο, μετά έρχεται το Καπ ντ’ Αΐ, το Μπολιέ, η Βιλφράνς, το Σεν-Ζαν Καπ Φερά, η Νίκαια, η Αντίμπ.
Αν συνεχίσεις, είναι το Ζουάν Λε Πεν, οι Κάνες, η Λα Ναπούλ, το Σεν-Ραφαέλ, η Σεντ-Μαξίμ και το ξακουστό Σεν-Τροπέ. Τοπωνύμια συνδεδεμένα με την ομορφιά, την καλοπέραση, με φεστιβάλ κινηματογράφου, με το Γκραν Πρι.
Ονόματα που φέρνουν στον νου μυθικές θαλαμηγούς, πολυτελέστατα αιωνόβια ξενοδοχεία, ξακουστά καζίνα, κοσμοπολίτικες πλαζ, διάσημα εστιατόρια που κοσμούν τα ζηλευτά αστεράκια του Οδηγού Μισελέν της γαστρονομίας.
Η Ριβιέρα δεν είναι όμως μόνο ένα περίτεχνο πυροτέχνημα που επαναλαμβάνεται κάθε βράδυ για τους οικονομικά ισχυρούς, είναι και ο τόπος όπου με τη χλιδή συνυπάρχει η καθημερινότητα της απλής ζωής.
Οι λαϊκές υπαίθριες αγορές και η τέχνη σε όλες τις μορφές. Μια κουλτούρα προσιτή σε όλους, συχνά ταπεινή. Η κάθε πόλη, το κάθε χωριό, όσο μικρό και αν είναι, έχει να επιδείξει ένα μουσείο· συχνά και περισσότερα μουσεία φιλοξενούν ποικίλες εκθέσεις μεγάλων ζωγράφων, γλυπτών, αρχαιολογικές ή εθνογραφικές συλλογές. Είναι και τα ιστορικά μουσεία, όπως το Ναπολεόντειο Μουσείο στο Ζουάν Λε Πεν, και μουσεία λαϊκής τέχνης.
Σε μικρές παραλιακές πόλεις αλλά και σε οχυρωμένα χωριά της ενδοχώρας, όπως στο Σεν-Πολ ντε Βανς και τη Ροκεμπρίν, βρήκαν καταφύγιο ζωγράφοι, γλύπτες, συγγραφείς και ποιητές, μουσικοί, ηθοποιοί.
Οι άλλοι μεγάλοι καλλιτέχνες που πέρασαν από την περιοχή
Ο Ιβ Μοντάν πέρασε τα τελευταία χρόνια της πολυτάραχης ζωής του στο Σεν-Πολ Ντε Βανς.
Ο επισκέπτης των μουσείων έρχεται αντιμέτωπος με έργα του μεγάλου Πικάσο, που αγάπησε τη Ριβέρα και έζησε εκεί τα χρόνια που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το Μουσείο Πικάσο στην Αντίμπ έχει μια πλουσιότατη συλλογή έργων ζωγραφικής και κεραμικής του Ισπανού πρωτοπόρου καλλιτέχνη. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται και το «La joie de vivre» («Η χαρά της ζωής»), η «αντι-Γκερνίκα». Η «Γκερνίκα» είναι μια καταδίκη του πολέμου, της βίας. Η «χαρά της ζωής», εμπνευσμένη από ειρηνικές σελίδες της ελληνικής μυθολογίας, υμνεί την ομορφιά της ειρήνης.
Αλλά ο Πικάσο έζησε και δημιούργησε και στο κοντινό Βαλορίς, όπως και στη Νίκαια και στον Κόλπο Ζουάν.
Στην Κοτ Ντ’ Αζίρ έζησαν και δημιούργησαν και άλλοι διάσημοι ζωγράφοι, με γνωστότερο τον Ανρί Ματίς, που ζωγράφισε το Σεν-Τροπέ σε έναν ωραίο πίνακα του 1904 και έζησε στη Νίκαια τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο Ματίς σφράγισε το πέρασμά του από τη Ριβιέρα με την πρωτοποριακή εικονογράφηση των τοίχων που παρεκκλησίου των Δομινικανών στο Βανς, το 1951.
Η Βιλφράνς είναι η πόλη που αγάπησε ο Ζαν Κοκτό. Του θύμιζε τα νιάτα του και θέλησε κάτι να της αφήσει εικονογραφώντας τη μικρή εκκλησία του παραλιακού χώρου που αφιέρωσε στους εκεί ψαράδες.
Μπαίνοντας στο εκκλησάκι, σε καταλαμβάνει ένα αίσθημα μυστικιστικής γαλήνης, θαυμάζοντας το ασυνήθιστο έργο ενός ασυνήθιστου, πολυτάλαντου δημιουργού.
Δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς τον Λε Κορμπιζιέ, τον μεγάλο αρχιτέκτονα του 20ού αιώνα. Κι εκείνος έζησε στη Ριβιέρα και κατά την επιθυμία του αναπαύεται στο κοιμητήριο της μικρής οχυρωμένης πόλης Ροκεμπρίν.
Αλλά πώς να τον ξεχάσεις, όταν, προσπερνώντας τη Νίκαια για να πας στην Αντίμπ, συναντάς το τεράστιο συγκρότημα κατοικιών που δεσπόζει στον κόλπο Μπε Ντεζ Ανζ; Με το έργο αυτό, κολοσσιαίων διαστάσεων, ο Λε Κορμπιζιέ κάνει ακόμα αισθητή την παρουσία του στη Ριβιέρα.
Αλλά δεν λείπει και η καλή μουσική. Κάθε βράδυ και όλο τον χρόνο έχεις να επιλέξεις ανάμεσα σε ποικίλες μουσικές εκδηλώσεις. Κλασική μουσική τον χειμώνα, σύγχρονη, ελαφριά το καλοκαίρι.
Ενα άλλο σημείο που θα έπρεπε να το έχουν επισκεφτεί όσοι Ελληνες ταξιδεύουν στη Νότια Γαλλία είναι η Βίλα Κέρυλος. Πρόκειται για μια «αρχαία» ελληνική έπαυλη που χτίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από τους αδελφούς Ράιναχ – οι δύο ήταν αρχαιολόγοι και ο τρίτος… τραπεζίτης.
Με βάση τα σχέδια κάποιας πλούσιας κατοικίας του 2ου π.Χ. αιώνα της Δήλου χτίστηκε στον «Κόλπο των Μυρμηγκιών» του Μπολιέ σιρ Μερ ένα αντίγραφο –με κάθε λεπτομέρεια– μιας αρχαίας ελληνικής κατοικίας. Σε καλωσορίζει ένα αρχαίο ψηφιδωτό αλεξανδρινής προέλευσης με τη λέξη «χαίρε».
Τις φυσικές ομορφιές της Γαλλικής Ριβιέρας, της Κοτ Ντ’ Αζίρ και το ήπιο κλίμα της, ανακάλυψαν ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα οι εύποροι Βρετανοί αστοί.
Εχοντας πλουτίσει στο νησί τους ή στις αποικίες, βρήκαν σ’ αυτά τα μεσογειακά παράλια τον ιδανικό τόπο διακοπών. Γρήγορα έκαναν την παρουσία τους μονιμότερη και πολλοί πέρασαν εκεί το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους.
Ο Αγγλος διηγηματογράφος Σόμερσετ Μομ, που από το 1928 έζησε στο Σεν-Ζαν Καπ Φερά όπου πέθανε το 1965, αναφέρεται στην Κοτ Ντ’ Αζίρ των χρόνων του Μεσοπολέμου σε αρκετές ιστορίες του.
Με μικρά διαλείμματα, παρέμεινε στην εκεί Βίλα Μορέσκ μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Πρέπει όμως να θυμηθούμε ότι οι Ελληνες είχαν προηγηθεί και ότι πριν από δυόμισι χιλιετίες αποίκισαν την περιοχή. H Αντίπολη ήταν αποικία των Μασσαλιωτών, που και αυτοί είχαν έρθει από τη Φώκαια της Μικράς Ασίας.
Οδηγήθηκα στην Αντίμπ από την επιθυμία να δω τι απέμεινε από την αρχαία ελληνική πόλη, αλλά προπαντός να επισκεφθώ τον τόπο όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της πολυτάραχης ζωής του ο δικός μας μεγάλος δημιουργός, ο Νίκος Καζαντζάκης.
Ο Καζαντζάκης έζησε με την Ελένη, τη δεύτερη γυναίκα του, στην παλιά Αντίμπ, στο Vieil Antibes, από το 1948 μέχρι το 1957. Τη χρονιά εκείνη πέθανε στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας λίγο μετά το ταξίδι επιστροφής από την Κίνα.
Κατακαλόκαιρο, έκανε πολλή ζέστη, ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά και ο Ιούλιος μήνας τελείωνε. Οταν πήρα τον δρόμο που ακολουθεί τις παλιές οχυρώσεις φύσηξε από τη θάλασσα και δρόσισε λιγάκι.
Εφτασα στο παλιό κάστρο των Γκριμάλντι, που ορθώνεται επιβλητικό στη θέση της αρχαίας ακρόπολης της Αντίπολης, εκεί όπου στεγάζεται σήμερα το Μουσείο Πικάσο.
Ο Καζαντζάκης στη Γαλλία
Ρώτησα διστακτικά το ξανθό κορίτσι του ταμείου εάν ήξερε το σπίτι όπου έζησε «ένας Ελληνας συγγραφέας, πριν από πολλά χρόνια».
– Ψάχνετε για το σπίτι του Καζαντζάκη;
– Ναι, του Νίκου Καζαντζάκη, απάντησα.
– Θα ακολουθήσετε τα παλιά οχυρωματικά τείχη προτού φθάσετε στον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα –εκεί στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο– μετά θα στρίψετε δεξιά και θα πάρετε την οδό Ντι μπα Καστελέ. Ο δρόμος είναι ελαφρά ανηφορικός· στο τέρμα του θα βρείτε το σπίτι του Ελληνα συγγραφέα.
Πανέμορφο το στενό σοκάκι Ντι μπα Καστελέ, γεμάτο λουλούδια που σε καλωσορίζουν από παντού. Μικρά ταπεινά σπιτάκια, όπως ταιριάζει στη συνοικία όπου έζησε εκείνος που έγραψε τον «Φτωχούλη του Θεού».
Σαν σφιχταγκαλιασμένες φίλες, κληματαριές ενώνουν τις δυο σειρές των σπιτιών και προσφέρουν πού και πού έναν καλοδεχούμενο ίσκιο.
Από εδώ, σκέφθηκα, περνούσε ο Καζαντζάκης για να πάει στην κεντρική πλατεία της πόλης όπου βρίσκεται η αγορά Μασενά.
Ανηφορίζω το δρομάκι συγκινημένος και φτάνω στην κορυφή, όπου ανοίγεται μια τοσοδούλα πλατεία. Διαβάζω την πινακίδα που λέει στα γαλλικά ότι βρίσκομαι στην «Placette Nikos Kazantzakis, ποιητής και συγγραφέας, 1883-1957». Κοιτάζω να δω, να μαντέψω ποιο είναι το σπίτι του.
Αυτό είναι. Δεν μου μένει αμφιβολία, είναι τούτο το γωνιακό που υψώνεται και από τα μικρά παράθυρά του αγναντεύει το πέλαγος.
Κατεβαίνω τα λίγα σκαλάκια, εκεί όπου το σπιτάκι κάνει γωνία, και αποφασίζω να ξαποστάσω για λίγο, να κάτσω πάνω σ’ έναν μαρμάρινο πάγκο φτιαγμένο από αρχαίες πληγωμένες πέτρες.
Το σπίτι του Καζαντζάκη
Ψηλά, στέρεα χωμένη στον βράχο, μια κατάλευκη μαρμάρινη πλάκα πληροφορεί τον διαβάτη ότι:
«ΕΔΩ Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ 1883-1957 ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΓΙΑ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ – Η ΑΝΤΙΜΠ ΠΟΥ ΕΠΕΛΕΞΕ ΗΤΑΝ ΕΠΙΣΗΣ ΕΛΛΑΔΑ»
Ακολουθεί χαραγμένο με μικρότερα γράμματα ό,τι διαβάζουμε στον τάφο του που δεσπόζει στο Ηράκλειο, εκεί πάνω στον προμαχώνα Μαρτινέγκο:
«ΔΕΝ ΕΛΠΙΖΩ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕ ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΕΙΜΑΙ ΛΕΦΤΕΡΟΣ»
Ο Καζαντζάκης είχε ζήσει κατά τα προπολεμικά χρόνια στο Παρίσι και στο Βερολίνο, είχε επίσης ταξιδέψει σε πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης, Ισπανία, Αγγλία, Ιταλία.
Τα γαλλικά και τα ιταλικά τα είχε μάθει στο γαλλικό σχολείο των Frères της Νάξου. Εκεί είχε καταφύγει το 1897 η οικογένεια Καζαντζάκη κατά τον τελευταίο ξεσηκωμό της Κρήτης.
Στην Αντίμπ φτάνει το 1948, τη στιγμή που στην Ελλάδα πλησιάζει το τέλος του εμφύλιου σπαραγμού.
Στον Αλεξανδρινό δημοσιογράφο Μανόλη Γιαλουράκη, Κρητικό στην καταγωγή, που έρχεται το 1954 να του πάρει συνέντευξη στην ήσυχη αυτή πόλη της Κυανής Ακτής, ο Καζαντζάκης λέει: «Σαν την Ελλάδα είναι η Αντίμπ. Μια Ελλάδα ειρηνική».
Στο τότε μικρό χωριουδάκι της παλιάς Αντίπολης, που με τις οχυρώσεις και την ανοιχτή θέα προς τη θάλασσα του θύμιζε το Ηράκλειο, θα γράψει το 1948 το θεατρικό «Σόδομα και Γόμορρα» και την πρώτη γραφή τού «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται».
Την επόμενη χρονιά γράφει τις «Αδερφοφάδες» και δυο θεατρικά έργα – «Θησέας» και «Χριστόφορος Κολόμβος».
Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου αρχίζει ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματά του, τον «Καπετάν Μιχάλη». Το τελειώνει το καλοκαίρι του 1950 και έπειτα από ένα ταξίδι στην Ισπανία ξεκινάει τον «Τελευταίο Πειρασμό». Το έργο αυτό το τελειώνει στη Φλωρεντία.
Τα χρόνια στην Αντίμπ είναι χρόνια δημιουργικά· ο Καζαντζάκης απολαμβάνει πλέον τη διεθνή αναγνώριση.
Τον Απρίλιο του 1956 τελειώνει την πρώτη γραφή της «Αναφοράς στον Γκρέκο» και στην Αντίμπ, πάλι τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, αρχίζει να το ξαναδουλεύει.
Τον Οκτώβριο του 1957 ο μεγάλος μας συγγραφέας θα αφήσει την Αντίπολη για ένα μεγάλο ταξίδι στην Ασία. Είχε προηγηθεί η παρουσία του στο Φεστιβάλ των Κανών, όπου χειροκροτήθηκε η μεταφορά του μυθιστορήματος «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» στον κινηματογράφο από τον Ζυλ Ντασσέν.
Είναι προσκεκλημένος από την κινεζική κυβέρνηση, αλλά για να συνεχίσει το ταξίδι του στην Ιαπωνία πρέπει να εμβολιαστεί. Το εμβόλιο που του γίνεται στην Καντόνα τού δημιουργεί οίδημα που εξελίσσεται σε γάγγραινα.
Επιστρέφοντας στην Ευρώπη θα πεθάνει στη Γερμανία από τις επιπλοκές που επιφέρει η ασιατική γρίπη στον κουρασμένο οργανισμό του.
Η Ελλάδα είχε βαθιά πληγώσει τον άνθρωπο που ξεχείλιζε από αγάπη για την πατρίδα του και τους συνανθρώπους του. Την Ελλάδα και την ιδιαίτερη πατρίδα του την Κρήτη την πήρε μαζί του μέσα στην καρδιά, όταν εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ, και στην ησυχία αυτού του φιλόξενου, ειρηνικού τόπου το θεριό ημέρεψε.
Πέρασαν εξήντα χρόνια από τότε που ο μεγάλος ποιητής και πεζογράφος περπάτησε τελευταία φορά στην ήσυχη Αντίμπ. Οσοι όμως ζουν σήμερα στη γειτονιά του Μπα Καστελέ ξέρουν ότι στην πόλη τους σταμάτησε ένας σπουδαίος Ελληνας δημιουργός και εκεί ολοκλήρωσε το τεράστιο έργο του.
Χάρης Τζάλας || συγγραφέας, ιστορικός
Πηγή: efsyn.gr