ΚΡΉΤΗ
Κρητικός 102 ετών, αποδεικνύεται έφηβος στην ψυχή μέσα από τις Μαντινάδες του! | ΒΙΝΤΕΟ
Νάμουνα νιος κι’ απάντρευτος, να παίζω και τη λύρα
να μην αφήσω κοπελιά, για να γνωρίσει μοίρα.
Το πρώτο πράμα τσι τιμής, είναι στον ανδρειωμένο,
να μην τον εύρουνε ποτέ σε πράμα μπερδεμένο
Ένας βοσκός ψυχομαχεί…..
Από τ’ αόρι έρχομαι δε με ρωτάτ’ ειντά ‘χω…….
ένας βοσκός ψυχομαχεί στη μέση των προβάτω.
Τα πρόβατα εκάτσανε και τον μοιρολογούνται,
μα “να μαυρόματο αρνί ήκατσε και τραγούδιε.
Θεέ μου και να ψυχομαχεί, Θεέ μου και να ποθάνει,
γιατί “φαε τη μάνα μου και ούλα μου τα “δέρφια
και μένα το κακόμοιρο, λουράκι θα με σύρει
να βγάλει την προβίτσα μου, να με ξεκοκαλήσει.
«Ο καπετάνιος»
Σαράντα χρόνους ήκαμα στους Κλέφτες καπετάνιος,
χίλια φλουριά καζάντισα και πεντακόσια γρόσια,
και μιας Βουλγάρας τα ‘δωκα και μιας Βουλγαροπούλας
και για να θέσουμε μαζί, σ’ όμορφο περιβόλι,
να πέφτουν τ’ άνθη ‘πάνω μας, τα ρόδα στη ποδιά μας,
τα όμορφα τριαντάφυλλα, μέσα στην αγκαλιά μας.
Ως τόσο ‘γω εμέθυσα και μ’ έπιασε ο ύπνος
και το πρωϊ σηκώνομαι……
– Δος μου Βουλγάρα τα φλουριά, τα πεντακόσια γρόσια
γιατί θα πάω στου Καντή και στου Καημακάμη.
– Μα γω χωράφι σου ‘δωκα, να σπύρεις να θερίσεις,
μα ‘ταν τα βούγια σου κακά, τ’ αλέτρι σου σπασμένο,
ήταν κι’ ο ζευγολαητής, κακός κι’ ασβολωμένος.
Ο μπάρμπα Γιώργος
Άιντε μπάρμπα Γιώργο, να πάμε στη κλεψά.
Δεν έρχομαι παιδιά μου γιατ’ έχω γεραθιά,
μονό πάρετε το γιο μου το Νικηταρά,
πού ‘χει λαγού ποδάρια και πέρδικας φτερά.
Μες το χωριό που πάτε έχει όμορφα κορίτσα
και γλυκά κρασά.
Μη πχείτε να μεθήσετε να σας σε πχιάσουνε
και φυλακή σας βάλουνε.
Τη συμβουλή του γέρου δεν τη πιάσανε
Κι’ ‘πιανε κρασί και μεθήσαν και τσι πιάσανε.
και φυλακή τσι βάλανε.
Στο δρόμο απού πας, το γέρο συναντά,
κι ασημοτές κουμπούρες στη μέση του κρεμά.
Νόμου τα παλικάρια τσ’ ελευτερογενιάς
αλλιώς θα την ε κάψω, τη Τριπολιτσά……
Μια βοσκοπούλα έμορφη
Μια βοσκοπούλα έμορφη στο κόσμο ξακουσμένη
μαλλιά κρατεί στα χέρια τση, τη ρόκα και τ” αρδάχτι
και περιμένει με χαρά το τσέλιγκα για νάρθει.
Να και το τσελιγκόπουλο, από ψιλή ραχούλα
να τρέχει και να χαίρεται κοντά στη βοσκοπούλα.
Λέει, Γιαννούλα, σούφερα, χαμπέργια να χαρούμε
στο σπίτι σας , στο σπίτι μας, να πα να παντρευτούμε,
πρόβατα, στάνες και σκυλιά κι αμπέλια μες στους κάμπους,
ούλα θα μας τα δώσουνε ,Γιαννούλα μου στους γάμους.
…Δε σε φοβούμαι κυρ Βοριά, χιονίσεις δε χιονίσεις,
έχω κριγιούς για τη κοπή, και τράγους για το χιόνι,
έχω και στειροϊτσικάνα να το τσαλοπατούνε…
Tου Βλαχόπουλου
Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι Αλέξης ο αντρειωμένος
και το μικρό βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης
Αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοτραγουδούνε
Κι αντάμα ‘χουν τσοι μαύρους τους στον πλάτανο δεμένους.
Πουλάκι επήγε κι ήκατσε δεξιά μεριά στην τάβλα.
Δεν τραγουδούσε σαν πουλί ,δεν έλεγε σαν αηδόνι ,
Μόνο μιλούσε κι έλεγε μ’ ανθρώπινη λαλίτσα.
«Αντάμα τρώτε, πίνετε και γλυκοτραγουδείτε
Κι αντάμα είν’ οι μαύροι σας στον πλάτανο δεμένοι,
Μα οπίσω σας κουρσεύγουνε Σαρακηνοί κουρσάροι.
Πήραν του Κώστα τα παιδιά , τ’ Αλέξη τη γυναίκα
Και του μικρού βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη».
Ώστε να στρώσει ο Κωσταντής και να σελώσει Αλέξης
Βρέθηκε το βλαχόπουλο στ’ άλογο καβαλάρης.
«Για σύρε, βρε βλαχόπουλο, στη βίγλα να βιγλίσεις.
Αν είν’ πενήντα κι εκατό χύσου μακέλεψέ τσοι.
Αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησέ μας».
Ήσυρε το βλαχόπουλο στη βίγλα και βιγλίζει.
Θωρεί Τουρκιά, Σαρακηνούς κι αράπηδες κουρσάρους.
Άρχισε να τσοι διαμετρά, διαμετρημό δεν έχουν.
Σκύβει φιλεί το μαύρο ντου.
«Δύνασαι, μαύρε, δύνασαι στο αίμα για να πλέξεις
Κι όσους θα κόψει το σπαθί, τόσους θε να πατήσεις;
«Δύναμ’, αφέντη, δύναμαι στο αίμα για να πλέξω
Κι όσους θα κόψει το σπαθί, τόσους θε να πατήσω».
«Βοήθα ευκή τση μάνας μου, ευκή και του γονιού μου,
Βλόγα του πρώτου μ’ αδελφού ευκή και του στερνού μου».
Στο έμπα χίλιους έκοψε, στο έβγα δυο χιλιάδες
Και στ ‘ αναποδογύρισμα δεν ήβρικε να κόψει.
Άγρυπνος φρουρός
Άγρυπνος φρουρός στα ένδοξα σύνορα της αγαπημένης μας πατρίδας
όπως το Διάκο και το Λεωνίδα κάτω στα στενά των Θερμοπυλών.
Η ψυχή μου γεμάτη από το Μαραθώνα, από τις Θερμοπύλες
από το χάνι της Γραβιάς, από την Αλαμάνα, από το Μεσολόγγι,
από το Σούλι, από τ’ Αρκάδι, από το σπήλιο του Μελιδονιού
από το σπήλιο της Μιλάτου και από τον ένδοξο πύργο του Ξωπατέρα.
Μα συ για τη πατρίδα σου όταν θα σε προστάξει
γίνεσαι θρύλος σταυραϊτός στο χέρι σου ν’ αρπάξεις
εκείνονά που βάλθηκε το χώμα να μολύνει
μέχρι από το αίμα του μια στάλα να μη μείνει.
Το ν- αψηφάς το θάνατο, όσο κοντά κι’ α- νάναι
το ένδοξο το βήμα σου χιλιάδες το μετράνε,
το τιμημένο όπλο σου τη Λευτεριά φυλάει
και με τις τόσες νίκες σου ο κόσμος εξεπλάει.
Γεννήθηκες να πολεμάς το βάρβαρο εχθρό μας
κι αν πάτησε πολλές φορές στο χώμα το δικό μας
η λόγχη σου τον τρύπησε κι’ έφυγε ντροπιασμένος
και μίσεψε με στεναγμό, καταξεφτιλισμένος!!!
Απαγγέλλει γητειά κατά των θερμάμενων τση Γης!!! ( τον όφι, τη λίοχεντρα, τη σκουλοπετρίδα-ρογαλίδα, το σκορπιό
και το λιακόνι ).
«Άϊ Γιώργη από τσ’ Ασούς
και κερά απ’ τσ’ απαντούς,
δέσε και χαλίνωσε τα θερμάμενα τσι γής,
τον όφι και τη λιόχεντρα και τη σκουλοπετρίδα,
το σκορπιό και το λιακόνι αποκάτω στο ματσακόνι,
να βγει ο ήλιος τρία κονταρόξυλα,
να πάει ο τυροκόμος να τυροκομήσει
και το χάλκωμα να μπουμπουρήσει».
Ταχιά στα λιομαζώματα θα ν-έρθω στο χωργιό σου
να το γυρέψω να το βρω, κερά τ’ αρχοντικό σου.
Σα τη μυρθιά τση Παλιανής, όντε ν-ανθεί και δένει,
ετσάνε κι γι-αγάπη μου, ροδοξεφουντωμένη.
Είναι γυναίκες που “χουνε παλικαργιώ νταπχέτι
και κατά πούνε κάθα εις του κάνου και ραέτι.
Όσο μπορείς βαθιά βαθιά το σπέρνε το κοπέλι
κι αυτό θα βγει αρσερνικό αν θέλει κι αν δε θέλει.
Να ‘χαμε κι ‘ντα να ‘χαμε, σαράντ’ αυγά σφουγκάτο
και μια χειρομυλόπιτα, σα τ’ αλωνιού το πάτο!!
Γράμματα δε ν-εκάτεχα, μα ‘δά ‘μαθα και γράφω,
τω γυναικώ τσι διαολιές γοργό ‘χω να τσι μάθω!
Εγούγια ντου του κοτσιφού, οντέ μαδεί γιοριά ντου
απού καθίζει στο κλαδί και τρέμου τα ξερά ντου.
Η κάμπια τρώει τον ανθό κι πέρδικα τη τρούλα
ότι κια κάμει κάθα εις, επά πληρώνουντ΄ ούλα.
Όποιος τα ύστερα μετρά πρίχου κοντά σιμώσει,
εκείνος δε μπορεί ποτέ να στερομετανοιώσει….
Πηγή: mykriti