ΕΛΛΑΔΑ
Απίστευτη η αλλαγή του σατανιστή Ασημάκη Κατσούλα έπειτα από 25 χρόνια φυλακής! | ΦΩΤΟ
Εκανε απαγωγή και παρενοχλούσε ανήλικες στις 5ήμερες άδειες που έπαιρνε από τη φυλακή – Δεν προχωρούσαν οι δικογραφίες γιατί τα θύματα δεν εμφανίζονταν στο δικαστήριο επειδή τον φοβούνταν
Το μυαλό του Ασημάκη Κατσούλα εδώ και καιρό ήταν κολλημένο σε μια ημερομηνία. Ζούσε και ανέπνεε για την ημέρα που οι βαριές πύλες των φυλακών θα άνοιγαν και ο ίδιος θα ήταν ελεύθερος. Τελικά τα κατάφερε μετά από δέκα και πλέον αιτήσεις αποφυλάκισης, έχοντας «λευκό ποινικό μητρώο» μέσα στη φυλακή παρότι κατηγορήθηκε για σοβαρά αδικήματα, που όμως για όλα αθωώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες!
Τη γλίτωσε όμως, αφού η καταγγέλλουσα μόλις έμαθε το παρελθόν του αρχισατανιστή της Παλλήνης έφυγε άρον άρον για το εξωτερικό χωρίς καν να καταθέσει στη δίκη. Ακόμη και για μια σειρά σατανιστικών επιστολών που φέρονται να γράφτηκαν το 1997 από την πένα του με παραλήπτριες κάποιες φίλες του κατηγορήθηκε, χωρίς ποτέ όμως να αποδειχθεί η εμπλοκή του. Ο ίδιος, συνομιλώντας με συγκρατούμενούς του, συνήθιζε να παρουσιάζει τον εαυτό του ως πρώην σατανιστή που στα 20 χρόνια που πέρασε στη φυλακή έπεφτε θύμα διάφορων σκευωριών με μοναδικό σκοπό να μην μπορέσει να βγει ποτέ έξω. Τα τελευταία χρόνια στις Αγροτικές Φυλακές της Αγιάς Χανίων ο Μάκης, όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του, έκανε μεροκάματα με σκοπό να βγει για να συναντήσει την αγαπημένη του μητέρα Ιφιγένεια και την αρραβωνιαστικιά του και να κάνει οικογένεια.
Ο Α. Κατσούλας τρεις μέρες μετά την αποφυλάκισή του στο σπίτι του στην Παλλήνη
Τηλεφωνούσε σε κοριτσάκια και έπαιζε Τζόκερ
Προτού μεταφερθεί στις Αγροτικές Φυλακές της Κρήτης ο Κατσούλας πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα στις Φυλακές του Μαλανδρίνου. Ο ισοβίτης συνήθιζε να κινείται αθόρυβα και, όπως λένε άνθρωποι που τον γνωρίζουν, μεγάλο πάθος του είναι ο τζόγος. Καθημερινά έβρισκε τον τρόπο -είτε με κρατούμενους που έπαιρναν άδειες, είτε με άτομα που είχαν τη δυνατότητα να βγαίνουν έξω- να δίνει χρηματικά ποσά για να παίζει συγκεκριμένους αριθμούς στο Τζόκερ. Ηθελε να πιάσει την καλή. Αυτό που πραγματικά επιθυμούσε, όμως, ήταν μόλις θα αποφυλακιζόταν να έχει χρήματα για να φτιάξει τη ζωή του.
Τον Μάιο του 2010, η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος μετά από έρευνες τριών μηνών έπεσε πάνω του. Οταν οι γονείς δύο κοριτσιών καταγγέλλουν ότι άγνωστοι παρενοχλούν σεξουαλικά τα παιδιά τους, οι αναλυτές της υπηρεσίας μετά από αναζήτηση των τηλεφωνικών ιχνών και την άρση του απορρήτου φτάνουν στις Φυλακές Μαλανδρίνου. Αστυνομικοί μπαίνουν στα κελιά και ψάχνουν τις τηλεκάρτες κρατουμένων. Η μία ανήκει στον Ασημάκη Κατσούλα και η άλλη σε έναν ισοβίτη. Και οι δύο, πάντως, φέρονται να ταυτοποιούνται με τις κλήσεις που έγιναν στα σπίτια των κοριτσιών.
Ο Κατσούλας και ο ισοβίτης φίλος του κατηγορήθηκαν ότι για έναν ολόκληρο χρόνο έπαιρναν τυχαίους τηλεφωνικούς αριθμούς για να εντοπίσουν ανήλικα κορίτσια. Σε πολλούς γονείς που σήκωναν το τηλέφωνο παρουσιάζονταν ως αστυνομικοί που ερευνούσαν υποθέσεις παιδικής πορνογραφίας και τους έπειθαν να τους δώσουν τα παιδιά τους στο ακουστικό προκειμένου να τους κάνουν μια τυπική ενημέρωση. Κατάφεραν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη κάποιων μικρών κοριτσιών και στη συνέχεια, όταν οι γονείς τους απουσίαζαν, έκαναν μαζί τους συζητήσεις σεξουαλικού περιεχομένου προκειμένου να εκτονώνουν τα διεστραμμένα τους πάθη. Στην Ασφάλεια υπολογίζουν τον αριθμό των ανήλικων θυμάτων σε δέκα.
Ο Κατσούλας αρνήθηκε κάθε εμπλοκή και για μία ακόμη φορά δήλωσε θύμα σκευωρίας. Είπε ότι δεν γνώριζε τον εν λόγω ισοβίτη και υποστήριξε ότι μπορεί να υπήρξε σατανιστής, αλλά δεν είναι παιδεραστής. Ολα τα έκαναν, είπε, για να τον χτυπήσουν και να του κόψουν τις άδειες που έπαιρνε.
Η αρπαγή στην Αμφισσα
Λίγα χρόνια νωρίτερα, το όνομα του αρχισατανιστή ενεπλάκη σε μία άλλη, άκρως σοβαρή υπόθεση. Τον Μάρτιο του 2005 πήρε μία ακόμη πενθήμερη άδεια και με το αυτοκίνητο της μητέρας του, φεύγοντας για την Αθήνα, εντόπισε στην επαρχιακή οδό Ιτέας – Δεσφίνας μια νεαρή κοπέλα. Σταματά, σύμφωνα πάντα με το κατηγορητήριο, και παριστάνοντας τον αστυνομικό ζητά να ελέγξει την ταυτότητά της. Εκείνη, ανυποψίαστη, του λέει ότι είναι από την Αλβανία και πως δεν έχει μαζί της τα χαρτιά. Με αυστηρό ύφος τη διατάζει να μπει στο αυτοκίνητο για να πάνε στο Τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων. Η 23χρονη μητέρα ενός ανήλικου παιδιού αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι αστυνομικός και από τον φόβο της λιποθυμάει. Τότε εκείνος αντιδρώντας ψύχραιμα την κατεβάζει στην Ιτέα και εξαφανίζεται.
Η νεαρή πηγαίνει στην Αστυνομία και αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Κατσούλα τον άνθρωπο που παρίστανε τον αστυνομικό. Οταν όμως μαθαίνει ότι αυτός ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο αρχισατανιστής της Παλλήνης, αρνείται να παραστεί στο δικαστήριο και εξαφανίζεται. Στη δίκη, ο Κατσούλας θα αθωωθεί. Για άλλη μια φορά, βέβαια, διαλαλεί ότι έπεσε θύμα πλεκτάνης που του έστησαν συγκρατούμενοί του ισοβίτες για να τον τιμωρήσουν και να κλείσουν τους ανοιχτούς λογαριασμούς που είχαν μαζί του.
Οι σατανιστικές επιστολές και το βιβλίο που δεν εκδόθηκε
Εννέα χρόνια μετά την αποκάλυψη των αποτρόπαιων πράξεών του ο πρωταγωνιστής της υπόθεσης των σατανιστών της Παλλήνης διέρρεε ότι ήταν έτοιμος να εκδώσει βιβλίο που αποκαλούσε «Φαντασιώσεις ενός σαλεμένου μυαλού». Είχε κατανοήσει, όπως υποστήριζε, το μέγεθος της φρίκης για τις ανθρώπινες ζωές που είχε «θυσιάσει» και έψαχνε τρόπο να εξιλεωθεί. Ετσι, ξεκίνησε να γράφει για κάτι που, όπως υποστήριζε, γνωρίζει καλά. Μάλιστα την εποχή εκείνη είχαν διαρρεύσει και αποσπάσματα, που αναφέρονταν στον τρόπο με τον οποίο οι νέοι μυούνται στον σατανισμό: «Η ένταξη των νέων στον χώρο του σατανισμού γίνεται σταδιακά. Ξεκινούν με συναντήσεις γύρω από το τραπεζάκι με τη μετακίνηση του ποτηριού, αρχικά εντυπωσιάζονται και παράλληλα τους δημιουργείται ένα αίσθημα φόβου από αυτές τις εμπειρίες και μεταπηδούν από τον “πνευματισμό” στον σατανισμό. Φυσικά τώρα είμαι σε θέση να ερμηνεύσω γιατί το τραπεζάκι ή το ποτήρι κινούνται. Δεν είναι τα πνεύματα των αποθανόντων ούτε τα πνεύματα των δαιμόνων που τα κάνουν να κινούνται, αλλά το ασυνείδητο εκείνων που συμμετέχουν στη συνάντηση», ανέφερε.
Το διαβολικό τρίο συλλαμβάνεται στις 23 Δεκεμβρίου του 1993. Η ιδιωτική τηλεόραση έχει μόλις ανθίσει στην Ελλάδα και το θέμα πουλάει τρελά – τόσο ώστε σχεδόν να μονοπωλεί τα δελτία ειδήσεων και τις τηλεθεάσεις
Στο ίδιο κεφάλαιο περιέγραφε με λεπτομέρειες πώς οι νεαροί που προσηλυτίζονται βυθίζονται ολοένα και πιο βαθιά στον κόσμο του σατανά. «Με την πάροδο του χρόνου έχει μετατοπιστεί ο τόπος συναθροίσεως και οι συναντήσεις γίνονται πλέον σε υπόγεια, σε δωμάτια, σε απόκρημνα μέρη, δάση, ακόμη και σε νεκροταφεία, όπου όχι σπάνια ανοίγονται και τάφοι. Τα “αθώα παιχνίδια” των ταρό, της αστρολογίας, του τραπεζιού με το ποτήρι διαδέχονται πιο σκληρές μορφές φτάνοντας στη μαύρη μαγεία και τον σατανισμό».
Μέχρι και στις συνέπειες που θα έχουν τα μέλη σατανιστικών οργανώσεων αν κάποτε θελήσουν να φύγουν αναφερόταν: «Αν κάποια στιγμή θελήσει να αποχωρήσει, τότε έρχεται ο φόβος, ο εκβιασμός, που δεν μπορεί να αποδεσμευτεί εύκολα με την ομάδα. Φοβάται την εκδίκηση αν λιποτακτήσει, γιατί τους έχουν κάνει να πιστέψουν ότι μπορούν να θανατώνουν όποιον τους εγκαταλείπει ή τους προδίδει. Αλλοι πιστεύουν ότι θα τους σκοτώσει ο ίδιος ο σατανάς, αν τον προδώσουν».
Είχαν προηγηθεί μια σειρά σατανιστικών επιστολών που φέρονται να γράφτηκαν το 1997 από την πένα του Κατσούλα με παραλήπτριες φίλες του από την περιοχή της Παλλήνης. Τα γράμματα που εμπεριείχαν σατανιστικά σύμβολα έφτασαν στα χέρια της Αστυνομίας και οι αξιωματικοί που χειρίζονταν την υπόθεση έλεγαν ότι ο άνθρωπος που τις έγραψε όχι μόνο δεν έχει μετανιώσει, αλλά είναι ταγμένος στον σατανισμό και ότι επρόκειτο για επιστολές μύησης στον σκοτεινό κόσμο του Εωσφόρου.
Ο ίδιος και σε αυτή την περίπτωση αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με τις ανατριχιαστικές επιστολές. Δήλωσε θύμα σκευωρίας και μέσω των δικηγόρων του ζήτησε την εξέτασή τους. Ωστόσο, οι επιστολές δεν βρέθηκαν πουθενά. Υπήρξαν ή δεν υπήρξαν; Απείλησε ο Κατσούλας μέσω των γραμμάτων που έστελνε ότι αν βγει έξω θα σκοτώσει τη μητέρα μιας κοπέλας που εμπόδιζε την επικοινωνία του μαζί της; Τον επισκέφθηκε μία από τις νεαρές παραλήπτριες στις Φυλακές της Λάρισας; Την απείλησε όταν αυτή διέκοψε τις επαφές μαζί του; Η υπόθεση των επιστολών δεν εξιχνιάστηκε ποτέ, ούτε φυσικά κατέληξε στα δικαστήρια για να ξεκαθαριστεί πού ήταν η αλήθεια και πού το ψέμα.
newsthessaloniki.gr