ΑΠΟΨΕΙΣ
Μια Ελλάδα δίχως καλοκαίρι;
Πώς η κατακόρυφη αύξηση του τουριστικού ρεύματος απειλεί και τον θερινό βίο, ως στοιχείο της ελληνικής κουλτούρας
Αρκεί µια επίσκεψη στις Κυκλάδες για να διαπιστώσει κανείς την εντυπωσιακή αύξηση του τουριστικού ρεύματος. Aλλωστε και η Αθήνα «βουλιάζει», με την Ακρόπολη να δέχεται πάνω από 16.000 επισκέπτες καθημερινά. Ποτέ στο παρελθόν δεν γίνονταν τόσες απευθείας πτήσεις από τις ΗΠΑ, ενώ δεν έχουν τέλος οι διάσημοι του κόσμου που εκθειάζουν την επίσκεψή τους στην Ελλάδα. Μετά δύο χρόνια πανδημίας, το ρεκόρ αφίξεων του 2019 φαίνεται να σπάει: οι προβλέψεις για τον Αύγουστο κάνουν λόγο για πάνω από ένα εκατομμύριο επισκέπτες την εβδομάδα και οι πανηγυρισμοί ξεκίνησαν, λες και η επιτυχία οφείλεται στις ενέργειές μας. Oλα καλά λοιπόν;
Oχι απαραίτητα. Oπως διαπίστωνε πρόσφατα ο Αλέξης Παπαχελάς, το «πάρτι που ξανάρχισε» συνοδεύεται από σοβαρά προβλήματα: από την ασυγκράτητη ανοικοδόμηση και την αφόρητη κίνηση έως τα προβλήματα ύδρευσης και αποχέτευσης, τη συσσώρευση των σκουπιδιών και την απελπιστική ανεπάρκεια των υποδομών. Παθολογίες, με λίγα λόγια, που σχετίζονται με το φαινόμενο του «υπερτουρισμού». Δεν είναι μόνο η επιβάρυνση των τουριστικών προορισμών, είναι και η αλλοίωση και ενδεχόμενη απαξίωση του τουριστικού προϊόντος και επομένως του brand name της χώρας. Eχουμε να κάνουμε με μια κλασική περίπτωση της «τραγωδίας των κοινών», όπως αποκαλείται η μυωπική υπερεκμετάλλευση των πόρων, που οδηγεί με ακρίβεια στην εξάντλησή τους και την τελική καταστροφή όσων βιοπορίζονται από αυτούς.
Το πρόβλημα δεν είναι βέβαια εγχώριο. Αφορά τους παγκόσμια δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς. Οι τοπικές αντιδράσεις γιγαντώνονται και έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται περιοριστικά μέτρα, όπως πχ στην Βαρκελώνη και τη Βενετία. Παράλληλα αλλάζει και ο τρόπος διαχείρισης των υποδομών. Ισχύει εδώ ότι και με τα αυτοκίνητα, πως δηλαδή η δίχως όρια ανάπτυξη των υποδομών είναι τελικά αδιέξοδη γιατί οδηγεί στην συνεχή αύξηση της χρήσης τους. Η κατασκευή πχ ενός σύγχρονου αεροδρομίου σε ένα νησί των Κυκλάδων μπορεί να διευκολύνει την μετάβαση σ’ αυτό αλλά πολλαπλασιάζει τους επισκέπτες, επιβαρύνοντας έτσι όλες τις υπόλοιπες υποδομές. Το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι πως η λογική της μεγιστοποίησης των αφίξεων που κυριάρχησε ως τώρα έχει ξεπεραστεί. Οι θριαμβολογίες για τα υψηλά νούμερα των αφίξεων σύντομα θα αποκτήσουν αρνητικό πρόσημο. Περνάμε σε μια διαφορετική λογική που βασίζεται στη διαχείριση και τον ενδεχόμενο περιορισμό του τουριστικού ρεύματος.
Η μεταμόρφωση
Δεν ξέρω αν οι παρατηρήσεις αυτές ακούγονται αλλόκοτες. Γνωρίζω όμως πως ακόμη και αυτές ανήκουν στο χθες. Και αυτό γιατί μπροστά στα μάτια μας συντελείται μια πολύ βαθύτερη μεταμόρφωση του τουριστικού μοντέλου, μια πραγματική αλλαγή παραδείγματος. Στη θέση του μαζικού τουρισμού αναδύεται ένα νέο μοντέλο, που απευθύνεται στα πολύ υψηλά εισοδήματα, ο VIP τουρισμός.
Αυτό το διαπιστώνει κανείς εύκολα επισκεπτόμενος όχι στη Μύκονο, αλλά κάποια νησιά του Αιγαίου με εντελώς διαφορετική φήμη, όπως η Νάξος, η Μήλος ή η Τήνος. Εκεί οι πωλήσεις οικοπέδων γνωρίζουν εκρηκτική άνοδο, όπως και οι τιμές τους. Εκδίδονται χιλιάδες οικοδομικές άδειες και οι βίλες που κατασκευάζονται δεν έχουν καμιά σχέση με τις εξοχικές μεζονέτες και τα συγκροτήματα του πρόσφατου παρελθόντος. Μιλάμε για εντυπωσιακά οικοδομήματα πρωτοποριακής μινιμαλιστικής αισθητικής, υπόσκαφα ανάκτορα και τεράστιες χασιέντες με εντυπωσιακούς κήπους. Τα μεγάλα ελληνικά αρχιτεκτονικά γραφεία έχουν στραφεί σχεδόν αποκλειστικά στην αγορά αυτή, όπου συμμετέχουν και κορυφαίοι Ευρωπαίοι αρχιτέκτονες. Οι πελάτες ανήκουν στην τάξη των πολύ πλούσιων του πλανήτη, άνθρωποι που ζουν στο Παρίσι και την Ζυρίχη, στο Λος Άντζελες και τη Νέα Υόρκη. Το φαινόμενο εξαπλώνεται ραγδαία σε ολόκληρο το Αιγαίο, το Ιόνιο και την Πελοπόννησο, ενώ έχει ήδη εμφανιστεί ως και στην ορεινή χώρα, πχ στα Ζαγόρια. Αναπόφευκτα προσαρμόζονται και οι προσφερόμενες υπηρεσίες. Ήδη έχει εμφανιστεί ένα ολόκληρο οικοσύστημα αποτελούμενο από «βίλλα μάνατζερς», ιδιωτικούς σεφ, ανιματέρ, ειδικούς εκπαιδευτές για παιδιά, οδηγούς κλπ, ενώ οι παραδοσιακές ταβέρνες δίνουν την θέση τους σε εστιατόρια υψηλής γαστρονομίας: το σεβίτσε εκτοπίζει την χωριάτικη σαλάτα. Ως και η γλώσσα αλλάζει καθώς υποχωρεί η ελληνοφωνία.
Πρόκειται για μια εξέλιξη που είναι ορατή στα πρόσφατα στατιστικά στοιχεία. Κατ’ αρχάς αλλάζει η σύνθεση του τουριστικού εισοδήματος. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, διαπιστώνεται πως η δαπάνη των επισκεπτών από το εξωτερικό έχει φέτος αυξηθεί κατά περίπου 9% σε σχέση με το παρελθόν. Τα ξενοδοχεία 4 και 5 αστέρων και οι βραχυχρόνιες μισθώσεις πολυτελών κατοικιών ευδοκιμούν. Αντίθετα, τα χαμηλότερης κατηγορίας καταλύματα και οι λιγότερο ελκυστικοί προορισμοί εμφανίζουν στασιμότητα. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια διαρθρωτική μετατόπιση της ποιότητας του εισερχόμενου τουρισμού προς τα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια. Αναγνωρίζοντας την τάση αυτή, μεγάλα επενδυτικά funds του εξωτερικού αγοράζουν πυρετωδώς απαξιωμένα και χρεωμένα ξενοδοχειακά ακίνητα για να τα μετατρέψουν σε ξενοδοχεία για επισκέπτες υψηλών εισοδημάτων, ενώ αντίστοιχη εκτίναξη γνωρίζει και η ενοικίαση πολυτελών κατοικιών.
Οι ιδιωτικές πτήσεις
Το πιο σημαντικό ίσως στοιχείο είναι η εντυπωσιακή αύξηση των αφίξεων ιδιωτικών αεροπλάνων. Οι ιδιωτικές πτήσεις τους πρώτους επτά μήνες του 2022 από και προς το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» και τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια που διαχειρίζεται η Fraport έχουν αυξηθεί κατά 40% σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα της χρονιάς-ρεκόρ 2019. Στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών το επτάμηνο φέτος πραγματοποιήθηκαν 8.149 τέτοιες πτήσεις έναντι 4.866 το αντίστοιχο διάστημα του 2019, μια αύξηση της τάξης του 67%. Αθροιστικά τα 15 αυτά αεροδρόμια έχουν υποδεχθεί έως τα τέλη Ιουλίου περισσότερες από 14.000 πτήσεις – κατά μέσον όρο τρεις πτήσεις την ώρα κάθε ώρα του εικοσιτετραώρου και κάθε ημέρα της εβδομάδας. Αν συνυπολογίσει κανείς τις ιδιωτικές πτήσεις προς το αεροδρόμιο «Καζαντζάκης» στο Ηράκλειο Κρήτης και σε άλλα αεροδρόμια, όπως της Καλαμάτας, τότε ο αριθμός ανεβαίνει ακόμη περισσότερο, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι ιδιωτικές πτήσεις με ελικόπτερα, οι οποίες μόνο στα Σπάτα ξεπέρασαν τις 2.500 από τις αρχές του έτους. Καθώς η διαθεσιμότητα των αεροδρομίων δεν επαρκεί, αναζητείται χώρος σε στρατιωτικά αεροδρόμια! Πρόκειται κυριολεκτικά για το τζετ σετ.
Ποια είναι η σημασία της εξέλιξης αυτής; Καθώς ο «τουρισμός πολυτελείας» ήταν ένας άπιαστος ώς πρόσφατα στόχος, θα μπορούσε ίσως να πει κανείς πως η εξέλιξη αυτή είναι θετική, ιδίως στον βαθμό που εκτοπίζει τον μαζικό τουρισμό και να υποθέσει πως η νεοπαγής τάξη των ξένων ιδιοκτητών θα πιέσει για υποδομές και υπηρεσίες που να συνάδουν με την αξία των επενδύσεών τους. Αυτοί άλλωστε είναι που κυρίως ζητούν, π.χ. στην Πάρο, να μην επεκταθεί το αεροδρόμιο ώστε να δέχεται πτήσεις τσάρτερ.
Ομως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η βασική συνέπεια της εξέλιξης αυτής είναι η εκτόπιση των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων από τους δημοφιλέστερους προορισμούς. Και αυτό μας αφορά άμεσα.
Οσο επεκτείνεται ο VIP τουρισμός, τόσο θα αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που θα χάνουν τη δυνατότητα των διακοπών στη θάλασσα.
Η εξέλιξη αυτή έγινε ξεκάθαρη φέτος και δεν οφείλεται απλά στον πληθωρισμό. Οι δημοφιλέστεροι προορισμοί είναι πλέον απαγορευτικοί για τους περισσότερους, καθώς το κόστος της μετακίνησης, της διαμονής και της διατροφής έχει εκτοξευθεί. Ακόμη και το απλό μπάνιο στη θάλασσα έχει εξελιχθεί σε ένα ακριβό καταναλωτικό προϊόν με τη δραματική επέκταση της «κουλτούρας της ξαπλώστρας», που μετατρέπει σταδιακά αλλά μοιραία την ακτογραμμή της χώρας σε ένα ακριβό (και συχνά κακόγουστο) εστιατόριο-κλαμπ. Εύκολα διαπιστώνει κανείς τη μετάβαση από το μαζικό μοντέλο του μπιτσόμπαρου με τη φθηνή ξαπλώστρα είτε σε πολυτελή εστιατόρια-μπαρ με ογκώδη έπιπλα, που θυμίζουν περισσότερο κρεβάτια παρά ξαπλώστρες, είτε σε exclusive παραλίες που συνοδεύονται και από τις αντίστοιχες τιμές. Οι λιγότερο ευκατάστατοι θα μετακινηθούν αναγκαστικά σε πιο προσιτούς (δηλαδή λιγότερο όμορφους) προορισμούς, ενώ όσο επεκτείνεται ο VIP τουρισμός τόσο θα αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που θα χάσουν τη δυνατότητα των διακοπών στη θάλασσα. Η ελληνική ακτογραμμή είναι μεγάλη, αλλά όχι απεριόριστη και επομένως το άθροισμα είναι σε τελική ανάλυση μηδενικό. Πράγματι, τα στοιχεία δείχνουν πως η εκτόξευση των δημοφιλών προορισμών δεν οδήγησε σε αντίστοιχη αύξηση των πιο προσιτών προορισμών και καταλυμάτων.
Συγκριτικό πλεονέκτημα
Ο αντίλογος είναι προφανής: αυτό είναι το συγκριτικό μας πλεονέκτημα και καλώς το τιμολογούμε όσο αντέχει η ζήτηση. Και η ζήτηση του τουριστικού μας προϊόντoς είναι δυνητικά τεράστια, ακόμη και αν δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει. Μπορεί η Ελλάδα να μην είναι η ομορφότερη χώρα του κόσμου, όπως μας αρέσει να επαναλαμβάνουμε, αλλά δεν είναι αλήθεια πως ο ισχυρισμός αυτός είναι άγονος εθνοκεντρισμός. Ο συνδυασμός τοπίου, θάλασσας και κλίματος που συναντάει κανείς στην Ελλάδα είναι ένα σπάνιο και εξαιρετικά επιθυμητό αγαθό σε έναν πλανήτη με ολοένα αυξανόμενο πλούτο.
Υπάρχει όμως αντίλογος στον αντίλογο αυτό. Από τη μια, ένας τόπος δεν είναι μονάχα το τοπίο. Είναι και οι άνθρωποι και ο πολιτισμός τους. Η μετατροπή μεγάλου τμήματος της χώρας σε προϊόν και η καταστροφή του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος συνιστά καταστροφή. Αφετέρου, το «ελληνικό καλοκαίρι» δεν είναι απλά ένα brand name. Είναι κάτι πολύ παραπάνω, όπως θυμίζει ο Γιώργος Λιάλιος: «Για τους περισσότερους από εμάς, που έτυχε να γεννηθούμε στη συγκεκριμένη γωνιά του πλανήτη, το καλοκαίρι σημαίνει θάλασσα, αμμουδιά. Καθώς τα γυμνά πέλματα βυθίζονται στην καυτή άμμο, προκαλώντας οικεία σε όλους μας ρίγη, το σώμα “γειώνεται” και πάλι με τη γη. Συνδεόμαστε με ό,τι έχουμε μυθοποιήσει από τα παιδικά μας καλοκαίρια». Πράγματι, πόσοι άνθρωποι της γενιάς μου δεν έχουν ζήσει το μοναδικό βίωμα των ατελείωτων διακοπών σε παρθένες παραλίες με ελάχιστο χαρτζιλίκι; Ουσιαστικά, το καλοκαίρι είναι η ίδια μας η ταυτότητα, όπως εύστοχα περιέγραψε ο Αρίστος Δοξιάδης το 2013: «Μερικοί άνθρωποι αγοράζουν το καλοκαίρι και σε μερικούς ανήκει δικαιωματικά. Οι Ελληνες είμαστε στη δεύτερη κατηγορία». Αν για τους πολίτες των δυτικών χωρών, προσθέτει, οι διακοπές είναι μια επιλογή που τους προσφέρει η παγκόσμια τουριστική βιομηχανία, για τους Ελληνες των πόλεων το καλοκαίρι είναι κάτι διαφορετικό: «Δεν είναι υπηρεσία που αγοράζουμε, είναι επιστροφή σε μια δική μας, παράλληλη ζωή. Από παιδιά μαθαίνουμε κάθε χρόνο να γυρνάμε στον χαμένο παράδεισο: στη μαγική αλλά απόλυτα οικεία φύση, σε περιπέτειες χωρίς την απειλή του άγνωστου, στις μικρές καλές εκπλήξεις και την ανεμελιά. Το καλοκαίρι είναι ένα δεύτερο σπίτι. Για πολλούς αυτό ισχύει στην κυριολεξία, χάρη στην εκτεταμένη μικροϊδιοκτησία. Αλλά και οι άλλοι που πηγαίνουν σε ξενοδοχεία ή ενοικιαζόμενα, ξέρουν ακριβώς τι ψάχνουν, παραλία, ψάρεμα, μονοπάτι, ταβέρνα ή beach bar».
Το κόστος
Η περιγραφή αυτή φαντάζει πλέον ξεπερασμένη. Και αυτό γιατί η ιδιαίτερή μας σχέση με το καλοκαίρι, η οποία προέκυψε με την αστικοποίηση της χώρας και μετράει μισό αιώνα, βρίσκεται ήδη σε αποδρομή: δεν κληροδοτούμε στις επόμενες γενιές μόνο ένα τεράστιο χρέος, αλλά και μια Ελλάδα δίχως καλοκαίρι.
Το κόστος δεν είναι μόνο ψυχικό. Έχει και πολύ συγκεκριμένες οικονομικές προεκτάσεις. Η αντικατάσταση ενός πλούσιου ανθρωπογενούς περιβάλλοντος από ένα αποστειρωμένο resort για τους πάμπλουτους του πλανήτη οδηγεί στην απώλεια ενός άλλου, τεράστιου συγκριτικού πλεονεκτήματος που μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα για την χώρα. Όπως έχω γράψει στο «Ελληνικό Όνειρο», η ικανότητα μας να προσελκύσουμε καινοτόμους ανθρώπους για να έρθουν να ζήσουν και να δημιουργήσουν στην Ελλάδα εξαρτάται αποκλειστικά από την πρόσβαση τους σε μια μοναδική ποιότητα ζωής, συστατικό μέρος της οποίας αποτελεί το ελληνικό καλοκαίρι. Αν η πρόσβαση αυτή χαθεί, θα χαθεί συγχρόνως και η προοπτική αυτή.
Φοβάμαι πως η εξέλιξη που περιγράφω δεν είναι αναστρέψιμη. Οπως οι πάμπτωχες Κυκλάδες της δεκαετίας του ’50 μετατράπηκαν στην τουριστική βιομηχανία που όλοι γνωρίζουμε, έτσι θα μεταμορφωθούν πολύ σύντομα και σε Μέκκα του VIP τουρισμού. Τι μπορούμε να κάνουμε; Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να συζητηθούν οι πιθανές λύσεις. Λύση προφανώς δεν είναι η ρομαντική και ενίοτε υστερική επίκληση ενός παρελθόντος που έχει παρέλθει οριστικά. Η διαχείριση της νέας αυτής συνθήκης απαιτεί στοχευμένες και έξυπνες δημόσιες πολιτικές, κάτι καθόλου εύκολο αλλά σίγουρα όχι αδύνατο. Αυτό όμως προϋποθέτει την πλήρη και συνειδητή αναγνώριση της αλλαγής παραδείγματος που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.