LIFESTYLE
Η Κρητικιά που κέρδισε το βρετανικό Masterchef!
Γεννημένη στα Ανω Ακρια της Κρήτης από γονείς αγρότες, κέρδισε στο βρετανικό σόου μαγειρικής σε ηλικία 61 ετών, όταν πήρε σύνταξη ως τραπεζική υπάλληλος: Η δημοφιλής σεφ Ειρήνη Τζώρτζογλου είναι η ζωντανή απόδειξη ότι ο άνθρωπος αξίζει να κάνει όνειρα και όχι σχέδια, αφού η ζωή κάνει πάντα την ανατροπή στο παρά πέντε.
Οι διαδρομές της ζωής της πολλές. Από το χωριό φεύγει στα 8 της χρόνια. Ερχονται οικογενειακώς στην Αθήνα για να σπουδάσουν τα παιδιά και λίγο πριν μπει στο πανεπιστήμιο πεθαίνει ο πατέρας της. Η οικογένεια επιστρέφει στην Κρήτη, η Ειρήνη ξεχνά τις σπουδές, εργάζεται στον χώρο του τουρισμού, γνωρίζει τον Αγγλο σύζυγό της και κάπως έτσι, στα 20 της, βρίσκεται παντρεμένη στο Λονδίνο, να σπουδάζει και στη συνέχεια να κάνει καριέρα στον τραπεζικό χώρο.
Σαράντα χρόνια μετά, συνταξιούχος πλέον, προπονείται εντατικά και ύστερα από προτροπή του συζύγου της το 2019 δηλώνει συμμετοχή στο βρετανικό «MasterChef» για την εμπειρία και κατορθώνει να φτάσει στον τελικό (ένας τελικός μόνο με γυναίκες) και να βγει νικήτρια. Ακολούθησαν συνεργασίες με μεγάλες ελληνικές και ξένες εταιρείες, σεμινάρια, προσκλήσεις, έγραψε το πρώτο της βιβλίο κι εκεί που έτρεχε με 180 βρέθηκε θετική στον κορωνοϊό! Ναι, η ζωή στην Ειρήνη Τζώρτζογλου, αν μη τι άλλο, στάθηκε αρκετά γενναιόδωρη σε εμπειρίες, γι’ αυτό και η φωνή της στο τηλέφωνο είναι γελαστή και πρόσχαρη. Δεν είναι μόνο το ελληνικό DNA που την κάνει εγκάρδια, αλλά και το ότι γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα πως η ζωή είναι ό,τι σου συμβαίνει όταν είσαι απασχολημένος κάνοντας σχέδια.
Ζει με την οικογένειά της στο Κάρτμελ, της κομητείας Κάμπρια, στη ΒΔ Αγγλία και είναι συνεπέστατη στο τηλεφωνικό μας ραντεβού. Μιλάμε για το ελληνικό «ΜasterChef» το οποίο έχει δει αποσπασματικά κάποιες φορές: «Στην Αγγλία υπάρχουν πολλά προγράμματα μαγειρικής και προσπαθώ να παρακολουθώ αυτά από τα οποία μπορώ να μάθω πράγματα. Στο ελληνικό “MasterChef” μου αρέσουν πολύ τα masterclasses, αλλά δεν έχω τον χρόνο και την υπομονή να δω όλα τα άλλα στοιχεία του διαγωνισμού, ειδικά το στοιχείο του reality».
Η ίδια μπήκε στο βρετανικό «ΜasterChef» μετά από παραίνεση του συζύγου της Τζον και για να είναι σίγουρη ότι δεν θα υπολείπεται των υπόλοιπων 57 διαγωνιζόμενων… προπονήθηκε για έναν ολόκληρο χρόνο! «Eνώ πάντα μου άρεσε να έχω κόσμο στο σπίτι και χαιρόμουν πολύ το καλό φαγητό και το επιζητούσα, δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα μπορούσα να ασχοληθώ επαγγελματικά με αυτό. Επειδή εργάζονται συγγενείς μου σε κουζίνες ξενοδοχείων, θεωρούσα πάντα ότι είναι πολύ σκληρή εργασία και παλιά τουλάχιστον τα περιθώρια δημιουργικότητας ήταν λίγα. Προετοιμάστηκα έναν χρόνο γιατί δεν ήθελα να εκτεθώ αλλά δεν φανταζόμουν με τίποτα ότι θα κέρδιζα», μας λέει.
Πέρα από το έπαθλο κέρδισε και τη φράση-έπαινο που άφησε ιστορία και προήλθε από τον κριτή Τζον Τορόντ: «Η Ειρήνη έχει μαγεία στα δάχτυλά της και μια φωτιά στο στομάχι της!». Τα πιάτα της που κέρδισαν τους κριτές είχαν ελληνικές πινελιές: ριζότο με μπαρμπούνι και καλαμάρι και κονφί ντομάτας για ορεκτικό, αρνίσια παϊδάκια με δεντρολίβανο και πουρέ τραχανά για κύριο πιάτο και μπακλαβά με σύκο και πραλίνα για επιδόρπιο.
Θυμάται εικόνες, μυρωδιές, γεύσεις από τα σπίτια των γιαγιάδων της στην Κρήτη. Εκεί όπου την άφηναν οι γονείς της για να πάνε στα χωράφια. «Η γιαγιά παπαδιά έμενε σε διπλανό χωριό και με κρατούσε αρκετές φορές. Τη θυμάμαι μόνιμα σε μια κουζίνα να μαγειρεύει για 9 άτομα της οικογένειάς της, τα τρία εγγόνια της, αλλά και τους εργάτες στα κτήματα που βοηθούσαν στο μάζεμα της σταφίδας και της ελιάς. Οι μυρωδιές που έβγαιναν από την κουζίνα της με γοήτευαν από παιδί. Δίπλα στο τζάκι υπήρχαν κρεμασμένα ξιδάτα λουκάνικα, κάθε εβδομάδα ζύμωνε ψωμί, μελόπιτες, χουμελόπιτες, ενώ από την άνοιξη τρώγαμε και τηγανίτες, νερόπιτες με άφθονο μέλι, μια και ο παππούς μου είχε μεγάλη παραγωγή. Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο από ζαρζαβατικά και φρούτα, που ήταν πάντα άφθονα, ενώ είχαμε κότες και κουνέλια. Η γιαγιά Σταυρούλα, πάλι, που το σπίτι της ήταν δίπλα στο δικό μας, μαγείρευε τις πιο ωραίες τηγανητές πατάτες στον κόσμο. Ο παππούς ο Γιώργος, από την άλλη, ήταν πολύ μερακλής και τηγάνιζε το αλεύρι με τις ώρες πάνω στο τζάκι για να βγουν τα αρώματά του, το ανακάτευε μετά με κανέλα και ζάχαρη και έφτιαχνε κουταλιές τις οποίες τρώγαμε σαν μπισκότο σχεδόν. Εφτιαχνε επίσης καφέ κατά τον ίδιο τρόπο καβουρδίζοντας αλεύρι από ρεβίθια».
Η αφήγησή της σχεδόν σε λιγώνει και σε μεταφέρει σε μια Ελλάδα όπου το οικογενειακό τραπέζι ήταν η απόλυτη εκδήλωση αγάπης, φιλοξενίας και η απόλυτη ενσάρκωση του θεσμού της οικογένειας. Μιλά για τις γυναίκες της φαμίλιας της και όλα όσα διδάχτηκε από αυτές. «Από τη γιαγιά την παπαδιά έμαθα το εργασιακό ήθος και τη δύναμη που έχουν οι γυναίκες. Από αυτήν είδα καθαρά τους ρόλους που είχαν τα δύο φύλα στη μικρή κοινωνία του χωριού: για όλους έπρεπε να φαίνεται ο παππούς, αλλά την πραγματική ισχύ στα της οικογένειας την είχε η γιαγιά. Στο σπίτι της και αργότερα στο δικό μας έμαθα τι σημαίνει φιλοξενία. Η μητέρα μου εργαζόταν στους αγρούς σχεδόν μέχρι τα 80 της και το σπίτι της ήταν πάντα γεμάτο από κόσμο. Οταν ερχόμουν από την Αγγλία να την επισκεφτώ έβρισκε ευκαιρία να το ξαναγεμίζει με τη δικαιολογία ότι όλοι ήθελαν να με δουν. Από τη γιαγιά τη Σταυρούλα, την Τζωρτζογλίνα, διδάχθηκα τη χαρά του καλού και νόστιμου φαγητού και γενικά από τους Μικρασιάτες συγγενείς μου πήρα το μεράκι, την αγάπη για το ωραίο, το καλλιτεχνικό στοιχείο».
Με τη νίκη της στο «MasterChef» η αυτοπεποίθησή της έπιασε ταβάνι, καθώς μέχρι τότε δεν είχε πιστέψει ποτέ, όπως λέει, ότι ήταν άριστη σε κάτι. Εγραψε το πρώτο της βιβλίο: «Under the Olive Tree», ενώ ετοιμάζει και το δεύτερο. «Εν μέσω κορωνοϊού εργάζομαι πολλές ώρες και σε διαφορετικά πράγματα, που όλα όμως έχουν άξονα το φαγητό. Δεν είχα ποτέ τη φιλοδοξία να γράψω ένα βιβλίο, αλλά τώρα γράφω το δεύτερο. Μου πήρε λίγους μήνες να συνειδητοποιήσω ότι η νίκη στο “MasterChef” μου χάρισε μια μεγάλη πλατφόρμα για να βροντοφωνάζω για τα ελληνικά προϊόντα, τη δική μας κουζίνα και τους δικούς μας παραγωγούς. Η νίκη μου άναψε μια φλόγα και έτσι παρακολούθησα ένα σεμινάριο Olive Oil Sommelier και χάρηκα πολύ που είδα πολλές νέες γυναίκες να θέλουν να μάθουν περισσότερα, να τιμήσουν την κληρονομιά τους, αλλά και να αναδείξουν το προϊόν του τόπου καταγωγής τους. Πολύ γρήγορα πέρυσι δημιουργήθηκε το παγκόσμιο γκρουπ Women In Olive Oil στο οποίο είμαι μέλος και ήδη αριθμεί πάνω από 2.000 άτομα». Σκέφτεται να κυκλοφορήσει το βιβλίο της και στην Ελλάδα; «Το αν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα δεν εξαρτάται από μένα δυστυχώς. Θα πρέπει να ενδιαφερθεί ελληνικός εκδοτικός οίκος να αγοράσει τα δικαιώματα και να το μεταφράσει. Δεν σας κρύβω ότι δεν με στενοχωρεί αν δεν κυκλοφορήσει στη χώρα μας. Από την αρχή πίστεψα ότι αν υπάρχει κάποιο celebrity status, αυτό είναι καλύτερα να αξιοποιηθεί στο εξωτερικό. Εμείς γνωρίζουμε λίγο πολύ τον πλούτο μας. Πρέπει όμως να έχουμε πρεσβευτές έξω από την Ελλάδα, που θα προσελκύουν τους τρίτους και θα δημιουργούν αισθήματα σεβασμού προς τη χώρα μας».
Δεν έχει κάποια σπεσιαλιτέ για την οποία περηφανεύεται. Εχει όμως μια μεγάλη λατρεία που δεν είναι άλλη από τον κρητικό ξινόχοντρο. «Είναι βαθιά μέσα στο DNA μου και συνέχεια βρίσκω καινούριους τρόπους να τον χρησιμοποιώ. Μου αρέσουν πάρα πολύ τα γαλακτοκομικά μας προϊόντα. Λυπάμαι που δεν είναι πιο γνωστά εκτός Ελλάδας και με ενοχλεί που οι Βρετανοί δεν γνωρίζουν τη διαφορά μεταξύ της ελληνικής φέτας και αυτής από τη Δανία. Και το λάδι είναι μεγάλος έρωτας επίσης. Θα ήθελα πάρα πολύ να μπορώ να δοκιμάσω αυτούσιο λάδι από τις τόσες ποικιλίες που έχουμε και που όμως ένα τεράστιο ποσοστό είναι μόνο της κορωνέικης ποικιλίας».
Εχει ανοιχτή πρόσκληση από τον διάσημο Βρετανό σεφ Σάιμον Ρόγκαν για το εστιατόριό του. «Με όλη αυτή την ιστορία με τον κορωνοϊό δεν τα κατάφερα, αλλά δεν μου περισσεύει και χρόνος, είναι η αλήθεια. Μου αρέσει πάρα πολύ να μαγειρεύω ζωντανά στο Διαδίκτυο με νέους σεφ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Νιώθω πολύ υπερήφανη για το ταλέντο μας στον χώρο της εστίασης και όσο πιο πολύ φαίνεται τόσο πιο σοβαρά θα βλέπουν τη χώρα μας ως προορισμό γαστρονομικού τουρισμού. Εχουμε ό,τι χρειάζεται να είμαστε leaders σε αυτό το κομμάτι». Θα την ενδιέφερε να κάνει μια εκπομπή ταξιδεύοντας και μαγειρεύοντας σε όλη την Ελλάδα. «Εταιρείες παραγωγής έχουν δείξει ήδη ενδιαφέρον και μάλιστα έχει γίνει κι ένας πιλότος με εμένα και μια γνωστή Βρετανίδα ηθοποιό. Στόχος να γυριστούν έξι επεισόδια στην Κρήτη, αλλά ο κορωνοϊός έχει πάει τα πάντα πίσω». Η ίδια ήταν από τους πρώτους που αρρώστησαν πέρυσι τον Μάρτιο. «Νομίζω ότι μου τον μετέδωσε ο θετός γιος μου, που μόλις είχε επιστρέψει από διακοπές για σκι στη βόρεια Ιταλία και όταν συναντηθήκαμε ήταν ήδη άρρωστος. Τότε γνωρίζαμε ελάχιστα πράγματα ακόμα για την ασθένεια. Εμεινα τρεις εβδομάδες στο κρεβάτι και έκανα άλλες τρεις εβδομάδες να αναρρώσω πλήρως. Θυμάμαι την απίστευτη αδυναμία που ένιωθα. Δεν μπορούσα να σταθώ όρθια για να κάνω ένα ντους, αλλά ευτυχώς δεν χρειάστηκε να πάω σε νοσοκομείο, παρόλο που είχε επηρεαστεί το αναπνευστικό μου. Για τρεις εβδομάδες το μόνο που μπορούσα να ανεχτώ ήταν φρέσκα μήλα και νερό με λεμόνι. Οταν συνήλθα και μετά δεν σταμάτησα να δημιουργώ συνταγές για διάφορες εταιρείες που με πλησίασαν, να κάνω live και να διδάσκω μαγειρική στους φοιτητές του Πανεπιστημίου Κάμπρια».
Τα καλοκαίρια έρχεται πάντα στην Ελλάδα με τον σύζυγό της και αυτό το καλοκαίρι ειδικά σχεδιάζει να παρουσιάσει δύο εβδομαδιαία σεμινάρια μαγειρικής σε ένα ξενοδοχείο στην Κέρκυρα και ίσως και στη Ρόδο, «αλλά θέλω να περάσω δύο μήνες με τον σύζυγό μου κάνοντας περιοδεία στην Ηπειρο, στη Μακεδονία και τη Θράκη, που δεν τις γνωρίζω καλά. Το μεγάλο μάθημα στη ζωή το πήρα τα τελευταία τρία χρόνια και δεν είναι άλλο από το να ασχολούμαστε σε αυτή τη ζωή για τα προς το ζην μόνο με πράγματα που αγαπάμε. “Κάνε δουλειά το πάθος σου”, αυτό λέω. Και, ναι, θεωρώ ότι δεν είναι ποτέ αργά να βρούμε το πάθος μας. Το μότο μου στη ζωή είναι: είμαστε όλοι καλύτεροι από αυτό που πιστεύουμε».
Πηγή: protohema