Δημογραφικό: μια ακόμη πτυχή της κρίσης
Στο επίκεντρο της πάντα επίκαιρης συζήτησης για το ασφαλιστικό ζήτημα τα τελευταία χρόνια, τόσο στην χώρα μας όσο και ευρύτερα στην Ευρώπη, βρίσκεται το δημογραφικό πρόβλημα. Με τεχνικούς όρους, το πρόβλημα είναι η αύξηση του λεγόμενου εξαρτώμενου (ή εργασιακά ανενεργού) πληθυσμού. Με απλά λόγια, τα όρια του προσδόκιμου βίου έχουν αυξηθεί σημαντικά, ενώ τα ποσοστά γεννητικότητας μειώνονται. Για τα απανταχού ασφαλιστικά συστήματα, το γεγονός της αύξησης του εξαρτώμενου πληθυσμού, σημαίνει ανατροπή της σχέσης μεταξύ εργαζόμενου και εξαρτώμενου, σε βαθμό που εγείρει τελικά θέματα φερεγγυότητας και επάρκειας στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σε έρευνα του ΟΗΕ που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2014, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η θέση της γυναίκας στις κοινωνίες μας τίθεται στο επίκεντρο της συζήτησης περί δημογραφικής εξέλιξης και βιώσιμης ανάπτυξης. Παγκοσμίως, η γυναίκα είναι η πρώτη πάροχος υπηρεσιών προς τα εξαρτώμενα μέλη μιας κοινωνίας, νέους και υπερηλίκους, προσφέροντας μάλιστα εργασία που σπάνια αμείβεται ή αναγνωρίζεται κοινωνικά. Όσο μεγαλύτερη η οικονομική αυτονομία και το μορφωτικό επίπεδο της γυναίκας, τόσο η άμισθη εργασία κατ’οίκον μπαίνει σε δεύτερη μοίρα και επιβραδύνεται η δημογραφική εξέλιξη. Αντίστροφα, όσο πιο «παραδοσιακό» το μοντέλο ανάπτυξης και τα συστήματα αντιλήψεων σε μια κοινωνία, τόσο αυξάνεται η γεννητικότητα, καθώς ο βασικός ρόλος της γυναίκας παραμένει στενά συνδεδεμένος με την οικιακή οικονομία. Γι αυτό άλλωστε οι υψηλότεροι ρυθμοί δημογραφικής ανάπτυξης παρατηρούνται στην Υποσαχάρια Αφρική, όπου, σε 39 χώρες αντιστοιχούν κατά μέσο όρο 4 παιδιά ανά γυναίκα, ενώ σε 10 εξ αυτών, η αντιστοιχία φθάνει στα 6 παιδιά ανά γυναίκα!
Αυτή η καταναγκαστική «υπεραπασχόληση» της γυναίκας τεκμαίρεται και από τον πρόωρο θάνατο 3,9 εκατομμυρίων γυναικών έως 60 χρόνων σε χώρες χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος. Όταν η χώρα θέλει να μειώσει τα παιδιά, υπάρχουν δυο επιλογές. Η πρώτη είναι η αυταρχική και επεμβατική συμπεριφορά στον οικογενειακό προγραμματισμό. Αυτό, δυστυχώς, οδηγεί αρκετά συχνά στην επιλεκτική θανάτωση κοριτσιών, αφού σε παραδοσιακές και πατριαρχικές κοινωνίες προτιμώνται τα αγόρια. Έτσι, στην Κίνα έχουμε 117 αγόρια για κάθε 100 κορίτσια, στην Ινδία 111 και στο Βιετνάμ 110 αγόρια. Η άλλη επιλογή είναι να ενδυναμώσει κανείς τη γυναίκα, να της ανοίξει το δρόμο προς το σχολείο, την αγορά εργασίας και τις πηγές εισοδήματος, τις υπηρεσίες υγείας, την πολιτική και, φυσικά, τον έλεγχο του σώματός της. Έτσι, από το 1979 έως το 2009, οι γυναίκες στο Ιράν από έναν μέσο ρυθμό γεννήσεων 6,9 παιδιών μετακινήθηκαν στο 1,8 – ένα ποσοστό όμως που δεν επαρκεί για την αναπλήρωση του πληθυσμού, που απαιτεί ποσοστά πλέον του 2,2.
Από εδώ και πέρα, το στοίχημα αλλάζει ποιοτικά. Οι εργαζόμενες -πλέον- γυναίκες θα πρέπει να συνεχίσουν να παρέχουν φροντίδα στα παιδιά και το λοιπό οικογενειακό περιβάλλον, που σύμφωνα με μελέτες, αποτελεί το 90% της συνολικής φροντίδας για τους ηλικιωμένους. Είναι λογικό, εφόσον οι γυναίκες αδυνατούν να αντέξουν το βάρος των πολλαπλών ρόλων άμισθης και έμμισθης εργασίας, να γεννούν λιγότερα παιδιά. Αυτή άλλωστε είναι και η μόνη επιλογή που είναι πραγματικά στα χέρια τους.
Έτσι, μόνο οι χώρες που μπορούν να διευκολύνουν την ισορροπία οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής καταφέρνουν τελικά να είναι ανταγωνιστικές και δημοσιοοικονομικά βιώσιμες, αφού βάζουν ανάχωμα στην γήρανση και αξιοποιούν όλο το διαθέσιμο ανθρώπινο κεφάλαιο.
Αντίθετα, χώρες που δεν τα καταφέρνουν, όπως η Ιταλία, η Ρωσία και η Ιαπωνία, βρίσκονται στον δημογραφικό αντίποδα της υποσαχάριας Αφρικής. Ειδικά η εμπειρία της Ιαπωνίας μας είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, επειδή πρόκειται για μια βαθειά ανδροκρατούμενη κοινωνία, η οποία έχει το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στον ανεπτυγμένο κόσμο (250% του ΑΕΠ), ενώ συνδυάζει ένα έντονο κύμα αποβιομηχάνισης με ρυθμούς δημογραφικής γήρανσης. Το στοίχημα είναι, για τους Ιάπωνες, η μόχλευση του γυναικείου ταλέντου, η αύξηση της παραγωγικότητας και η τόνωση της εσωτερικής αγοράς. Για να γίνει αυτό, οι γυναίκες πρέπει να αντικαταστήσουν την άμισθη με έμμισθη εργασία, αναστρέφοντας έτσι και την τάση δημογραφικής γήρανσης. Με το σκεπτικό αυτό, οι Ιάπωνες, ξεκίνησαν το 2000 ένα πρόγραμμα μετάθεσης μέρους των οικογενειακών υποχρεώσεων από την νύφη – που εργάζεται για την πεθερά – στην τοπική κοινωνία.
Ίσως η Ευρώπη αξίζει να μελετήσει προσεκτικά αντίστοιχες προσπάθειες και οικονομικο-κοινωνικά μοντέλα που εφαρμόζουν άλλες κοινωνίες στην προσπάθεια να επανακαθορίσουν με βιώσιμο τρόπο τα καθήκοντα των φύλων. Μια καλή ένδειξη θα αποκομίσουμε από την αξιολόγηση των οικονομικών αποτελεσμάτων και την κατανομή του δημοσιοοικονομικού κόστους. Σε κάθε περίπτωση, το οικονομικό μέλλον ανεπτυγμένων και αναδυόμενων οικονομιών – το ασφαλιστικό, η ανταγωνιστικότητα, η εσωτερική ζήτηση, η δημοσιοοικονομική βιωσιμότητα κ.ο.κ – εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το τι θα κάνουν με τις γυναίκες τους. Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα.
Πολιτικός Επιστήμων πρώην Γενική Γραμματέας Ισότητας των Φύλων