Ρέθυμνο
Μιλήσαμε με έναν ζωντανό θρύλο της Κρήτης, τον Κυριάκο Σπινθουράκη! | ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Για τη συνέντευξη αυτή χρειάστηκε να κάνουμε κάμποσα χιλιόμετρα και να βρεθούμε σχεδόν στην καρδιά του Αμαρίου, στον αγέρωχο Οψιγιά, με την πιο όμορφη θέα στον Ψηλορείτη.
Λίγο πριν το τέλος του Αυγούστου δώσαμε ραντεβού με ένα πρόσωπο που αποτελεί κομμάτι σημαντικό για την Κρητική παράδοση και συγκεκριμένα για τον χορό. Όταν μίλησα μαζί του στο τηλέφωνο, σίγουρα δεν περίμενα να δω έναν αγέρωχο, ψηλό άνδρα. Ελάτε να μάθουμε την ιστορία του Ρεθυμνιώτη πρωτοχορευτή Κυριάκου Σπινθουράκη…
Συνέντευξη: Μαριάννα Τζιράκη
Φωτογραφίες: Μιχαέλα Τζιράκη
Το όνομα και την φήμη του ως δεινού χορευτή τα γνώριζα από ιστορίες, βιβλία, λευκώματα μα και από ανθρώπους που τον έχουν ζήσει και ξέρουν την πορεία του. Από την ηλικία των 20 χρόνων, ο Κυριάκος Σπινθουράκης άρχισε την πιστή και παθιασμένη σχέση του με τον Κρητικό χορό, η οποία τον οδήγησε στο να γίνει μέλος ξακουστών χορευτικών συγκροτημάτων που εκπροσωπούσαν το νησί της Κρήτης σε όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό.
Από τις ιστορίες και τις φωτογραφίες, μέχρι την πραγματικότητα υπάρχει μεγάλη απόσταση και εγώ είχα μπροστά μου ένα ζωντανό θρύλο, έναν “καθαρόαιμο” Κρητικό χορευτή.
Μας υποδέχθηκε μαζί με την σύζυγό του, την κυρία Πίτσα. Εκείνη δεν κατάγεται από την Κρήτη. Μάλιστα είναι ο λόγος που ο Κυριάκος Σπινθουράκης έμεινε μακριά από το νησί του και μετακόμισε στην Αθήνα, όπου δημιούργησαν την οικογένειά τους. Για τέτοια αγάπη μιλάμε!
Στήσαμε κάμερες, καθίσαμε στο σαλόνι του σπιτιού και ο κύριος Κυριάκος, με το φωτογραφικό άλμπουμ στο χέρι, ήταν έτοιμος να επιστρέψει στο παρελθόν.
Κύριε Κυριάκο, πάμε εκεί που όλα άρχισαν. Εδώ γεννηθήκατε;
Ναι, εδώ στον Οψιγιά Αμαρίου. Είναι ένα μικρό χωριουδάκι, φιλόξενο όμως και ωραίο.
Αδέρφια;
Τρία αγόρια στην οικογένεια.
Πότε γεννηθήκατε;
Το 1941.
Πώς ήταν τα χρόνια εκείνα;
Θυμάμαι τις βεγγέρες τότε. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να περάσει η ώρα. Εδικά το βράδυ, μετά το φαγητό. Υπήρχαν τρία σημεία στο χωριό που κάθε καλοκαίρι μαζευόταν ο κόσμος, τα λεγόμενα «στέκια». Το χειμώνα βέβαια καθόμασταν σπίτι, γύρω από το τζάκι.
Πότε φύγατε από εδώ;
Μέχρι το γυμνάσιο έμεινα στο χωριό. Μετά πήγαμε στο Ρέθυμνο. Ο πατέρας μου ήταν ταχυδρόμος και πήρε μετάθεση. Μέχρι τα 32 μου χρόνια έμεινα εκεί. Αφού παντρεύτηκα μετακόμισα στην Αθήνα. Δυστυχώς άφησα το Ρέθυμνο. Πήγα το ’76. Δεν μου άρεσε η πολυκοσμία. Μετά από δύο χρόνια, έκανα αίτηση να ξαναγυρίσω. Η ψυχή μου, η καρδιά μου ήταν στο Ρέθυμνο.
Δεν είχατε παρέες εκεί;
Έκανα παρέα μόνο με τους Κρητικούς. Υπήρχε έντονο το στοιχείο επάνω. Συγκροτήματα, χοροί, πολλά πράγματα, αλλά δεν ήταν σαν την Κρήτη.
Σας έλειπαν τα γλέντια; Περιγράψτε μου πώς ήταν τα γλέντια όταν ήσασταν νεώτερος…
Πολύ διαφορετικά. Ο κόσμος διασκέδαζε αθώα. Δεν υπήρχαν συμφέροντα. Τα γλέντια τα διοργάνωναν τα καφενεία. Χορεύανε παρέες παρέες. Τους καμάρωνες, ειδικά αν ήταν καλοί χορευτές. Σηκωνόταν ο κόσμος απο τις καρέκλες τους για να τους δει. Δεν λέω, καλό είναι και αυτό που γίνεται τώρα. Βλέπω ότι πολλά παιδιά πηγαίνουν σε συλλόγους και μαθαίνουν Κρητικούς χορούς. Δεν θυμάμαι ονόματα αλλά ακόμη ξεχωρίζω καλούς χορευτές.
Σε τι ηλικία ξεκινήσατε να χορεύετε;
Ήμουν στα 17 με 18, στο γυμνάσιο, όταν ξεκίνησα. Στο Ρέθυμνο διαλέγανε μαθητές και μαθήτριες για τα Αρκάδεια. Μας διάλεξε λοιπόν ο γυμναστής και χορέψαμε στο γήπεδο. Από τότε με είδανε και μετά με πέρνανε οι πιο μεγάλοι στους χορούς, στα γλέντια και μετά στους συλλόγους. Αφού απολύθηκα από τον στρατό, πήγα στην χορευτική ομάδα της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Ρεθύμνου. Παράλληλα ήμουν και στην ομάδα του Λυκείου Ελληνίδων Ρεθύμνου και μετά στον Παγκρήτιο Όμιλο Βρακοφόρων, στα Χανιά με άλλους σημαντικούς χορευτές, τον Παρασκευά Μενιουδάκη, τον Σπυριδάκη τον Μανώλη και τον Τάσο Θεοδωράκη. 4 ήμασταν από το Ρέθυμνο. Ήταν ένα από τα καλυτερα συγκροτήματα στην Ελλάδα. Μας είχε στείλει το Υπουργείο Πολιτισμού σε πολλά ταξίδια στο εξωτερικό. Είχαμε κάνει και εμφάνιση στην κινηματογραφική επιτυχία “Η νεράιδα και το Παλικάρι” με την Βουγιουκλάκη και τον Παπαμιχαήλ το 1969 αλλά και στην ταινία “Η χαραυγή της Νίκης”, με τον Λάκη Κομνηνό και την Μπέττυ Αρβανίτη, το 1971. Όλα αυτά με τον Παγκρήτιο.
Τι είναι αυτό που ξεχωρίζατε στους συγχορευτές σας; Έφτανε να είναι μόνο καλοί χορευτές;
Όχι βέβαια. Παίζει ρόλο η ανθρωπιά. Εμείς τότε χορεύαμε σαν σύνολο. Όχι ατομικά. Δεν ήθελε κανένας να επιδειχθεί. Ακόμα και το ντύσιμο μας ήταν αψεγάδιαστο. Εκπροσωπούσαμε την Κρήτη, ήταν πολύ σημαντικό.
Υπάρχει κάποιο στοιχείο που πρέπει οπωσδήποτε να έχει ένας Κρητικός χορευτής;
Την λεβεντιά. Οι Κρητικοί χοροί είναι λεβέντικοι! Δεν μπορείς να είσαι κατσούφης. Πρέπει να καμαρώνεις, να χαμογελάς και να το περνάς αυτό σε όποιον σε βλέπει. Όχι μόνος σου βέβαια. Όλη η ομάδα. Ποτέ ατομικά!
Κύριε Κυριάκο, θα σας λέω λέξεις και θέλω να μου απαντάτε ό,τι σας έρχεται στο μυαλό σαν σκέψη.
Εντάξει.
Παράδοση.
Το παν. Για έναν τόπο, αν δεν διατηρεί την παράδοσή του, θα ξεχάσει ποιος είναι.
Χορός.
Δεν μπορώ να το αποδώσω. Με συγκινεί. Είναι η προσωπική μου κατάθεση ψυχής.
Είχατε κάποιο σκοπό που να προτιμούσατε λίγο παραπάνω από τους υπόλοιπους;
Ναι! Μου άρεσε ο σκοπός του Ροδινού. Μερακλίδικος. Και βέβαια ο Πρώτος Συρτός, ο Χανιώτικος.
Είχατε κάνει φιλίες με τους οργανοπαίχτες; Έρχονταν εδώ στο χωριό πολλοί;
Είχα πολύ καλές σχέσεις με τον Σκορδαλό αλλά και με τον Σηφογιωργάκη και με πολλούς άλλους. Από εδώ προέρχεται ο αείμνηστος Ροδάμανθος Ανδρουλάκης. Εκείνα τα χρόνια το Αμάρι έβγαζε ξακουστούς χορευτές. Ο Κλάδος ο Μανώλης, ο Γεωργιουδάκης ο Μανώλης, ο Καλομενόπουλος Αντώνης, ο Νίκος Κούνουπας ή “Παπλωματάς”. Έρχονταν βέβαια και οι καλύτεροι λυράρηδες της εποχής. Ο Σκορδαλός, ο Μουντάκης, ο Σηφογιώργης, ο Κλάδος, ο Σταματογιαννάκης, ο Σκουλάς. Ήξεραν ότι θα διασκεδάσουν όμορφα στο Αμάρι και έρχονταν.
Ποιους παλιούς χορευτές από το Ρέθυμνο ξεχωρίζατε;
Ο πρώτος ήταν ο Σταμάτης ο Παπαδάκης, από το Σπήλι. Γεννημένος χορευτής! Μέχρι και οι τρίχες από το κεφάλι του χόρευαν μαζί του. Μετά, τον Παρασκευά τον Μενιουδάκη, από το Κάτω Βαλσαμόνερο. Ένας σοβαρός άνθρωπος, μερακλής. Ο λόγος του ήταν συμβόλαιο. Κρητικός με όλη την σημασία της λέξεως. Όλοι τον αγαπούσαν.
Κύριε Κυριάκο, χορεύετε ακόμη;
Δεν μπορώ παιδί μου. Εχω την διάθεση αλλά όχι την μπόρεση. Πήρα κιλά, έχω και θέματα υγείας. Αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να πάω σε γλέντι και να μην σηκωθώ να κάνω έστω μια στροφή. Είναι σαν να μην πήγα καθόλου στο γλέντι!
Έχετε δίκιο κύριε Κυριάκο. Δεν μου είπατε, ποια είναι η αγαπημένη σας μαντινάδα;
Μόνο εκείνος π’ αγαπά μπορεί να το πιστέψει / Πως της αγάπης ο καημός, τη σταματά την σκέψη. Γνωστή μαντινάδα του Σκορδαλού, μα αληθινή.
Με τον κύριο Κυριάκο πήγαμε μια βόλτα στο χωριό του, να δούμε καλύτερα τον Ψηλορείτη. “Εδώ είναι πάντα δροσερά. Πλέον κατεβαίνω σπάνια στο Ρέθυμνο. Έχει πολλή ζέστη εκεί”. Βραδιαστήκαμε. Χαρήκαμε τις κουβέντες και τις ιστορίες που μας έλεγε το ζευγάρι. Λίγο πριν φύγουμε η κυρία Πίτσα μας είπε πως όταν γνωρίστηκε με τον κύριο Κυριάκο, εκείνος τις έριχνε έντονες ματιές στον χορό. “Σαν να μου έλεγε ο νεαρός, στον αφιερώνω τον χορό και είμαι εδώ για σένα. Όχι ότι είναι ο άνδρας μου, αλλά όταν χορεύει, μιλάει η ψυχή του. Όπως ακριβώς το λέει ο Καβάφης”.
Πήραμε τον δρόμο για την επιστροφή γεμάτες. Ίσως γιατί τα λόγια, οι αναμνήσεις και οι εικόνες που πήραμε μας έδωσαν δύναμη. Δεν είναι τυχαίο που οι άνθρωποι εκείνης της εποχής, αν και ζούσαν με τα λίγα, ήταν ευτυχισμένοι. Ποιο να είναι το μυστικό; Ίσως γιατί οι άνθρωποι τότε πίστευαν στο σύνολο, στους όμορφους τρόπους. Ίσως. Πάντως χαρήκαμε διπλά όχι μόνο γιατί γνωρίσαμε ένα ζωντανό πρωτοχορευτή του τότε αλλά γιατί, όπως μας είπε ο κύριος Κυριάκος “γέμισε η ψυχή μου σήμερο που ήρθατε!”.
*Μέρος των φωτογραφιών προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του Κυριάκου Σπινθουράκη & του Μανώλη Τζιράκη.