Διαφήμιση

ΚΡΉΤΗ

Σε νέο κρησφύγετο στο Ρέθυμνο ετοιμαζόντουσαν να μεταφέρουν το Μιχάλη Λεμπιδάκη

Δημοσιεύτηκε

στις

[ss_social_share shape="rectangle" size="small"]
Διαφήμιση
Τον δρόμο για τις φυλακές πήραν τα ξημερώματα της Κυριακής και οι επτά συλληφθέντες, που κατηγορούνται για την απαγωγή του επιχειρηματία Μιχάλη Λεμπιδάκη.
Οι απολογίες τους, που ξεκίνησαν στις 9 το πρωί του Σαββάτου, ολοκληρώθηκαν στις 3:30 τα ξημερώματα ενώ στις 4:30 τα ξημερώματα τους ανακοινώθηκε από την ανακρίτρια η προφυλάκιση όλων τους, με τη σύμφωνη γνώμη και του εισαγγελέα.
Έτσι οδηγήθηκαν στις φυλακές: ο 43χρονος Ρεθυμνιώτης, ιδιοκτήτης της μάντρας αυτοκινήτων σε χώρο της οποίας βρέθηκε από τους αστυνομικούς στις 2 Οκτωβρίου ο απαχθείς επιχειρηματίας, ο 45χρονος Ρεθυμνιώτης ξυλουργός, αντιπρόεδρος του ΣΑΟΡ, ο 60χρονος Ρεθεμνιώτης μεσίτης, γραμματέας του ΣΑΟΡ, ο 46χρονος Ρεθυμνιώτης αγροτοκτηνοτρόφος, ο 44χρονος Ρεθεμνιώτης επιχειρηματίας, ο 22χρονος Σφακιανός κτηνοτρόφος και ο 40χρονος Θεσσαλονικιός που συνελήφθη στο κρησφύγετο εκτελών ρόλο φύλακα του απαχθέντα επιχειρηματία.
Οι πέντε από τους επτά, όπως και προανακριτικά, παραδέχτηκαν τη συμμετοχή τους στην απαγωγή ωστόσο δεν έδωσαν καμία νέα απάντηση στην ανακρίτρια σχετικά με άλλα πρόσωπα πλην των συλληφθέντων, που εμπλέκονται στην υπόθεση. Οι ερωτήσεις ήταν επίμονες και διαρκείς ώστε να αποκαλύψουν τους υπόλοιπους που τόσο οι αστυνομικές αρχές, όσο και οι δικαστικές θεωρούν βέβαιο ότι συμμετείχαν στην απαγωγή, έχοντας μάλιστα πρωταγωνιστικούς ρόλους, όμως δεν αποκάλυψαν την ταυτότητα κανενός άλλου, ούτε όμως και αποκάλυψαν ποια ήταν τα προηγούμενα κρησφύγετα στα οποία κρατείτο όμηρος ο επιχειρηματίας.
Ένας από τους πέντε, ο 46χρονος από τα Φρατζεσκιανά Μετόχια, απολογούμενος στην ανακρίτρια φέρεται να ανασκεύασε και μέρος της κατάθεσης που είχε δώσει στους αστυνομικούς ενώ επανέλαβε ότι φοβάται για τη ζωή του.
Οι άλλοι δύο κατηγορούμενοι, ο 44χρονος Ρεθεμνιώτης επιχειρηματίας και ο 22χρονος κτηνοτρόφος από τα Σφακιά, επέμειναν στην αρχική τους στάση, αρνούμενοι κατηγορηματικά οποιαδήποτε σχέση με την υπόθεση της απαγωγής. Τη μεταξύ τους παρέα και την παρέα τους με κάποιους εκ των άλλων πέντε ή ακόμα και με πρόσωπα με τα οποία είχαν νυχτερινές επαφές την περίοδο της ομηρίας του Μιχάλη Λεμπιδάκη, οι δυο κατηγορούμενοι τις απέδωσαν είτε σε συγγενικές σχέσεις, είτε σε φιλικές που δεν σχετίζονται επ’ ουδενί με την υπόθεση.
Δεν άλλαξε τίποτα στην απολογία του ο 40χρονος φρουρός
Ο 40χρονος Σκοπιανός, κάτοικος για πολλά χρόνια Θεσσαλονίκης, φέρεται να ανέφερε στην απολογία του όλα όσα γνώριζε. Από την πολύχρονη γνωριμία του με τον 45χρονο ξυλουργό και αντιπρόεδρο του ΣΑΟΡ και την επιμονή του να τον φέρει στην Κρήτη για μια «καλή δουλειά», μέχρι την ημέρα της σύλληψης του το πρωί της 2 Οκτωβρίου. Ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος είχε τον ρόλο φρουρού του απαχθέντα επιχειρηματία στο τελευταίο κρησφύγετο, στη Γέφυρα της Ζουρίδας. Απολογούμενος στην ανακρίτρια δεν άλλαξε τίποτα απ’ όσα είχε καταθέσει στους αστυνομικούς.
«Στις αρχές του Σεπτέμβρη με πήρε τηλέφωνο ο Μ. (ο 45χρονος ξυλουργός, αντιπρόεδρος του ΣΑΟΡ) και μου ζήτησε να προσπαθήσω να πάρω άδεια από τη δουλειά μου και να πάω στην Κρήτη για μια δουλειά που είχε, χωρίς όμως να μου εξηγήσει τι ακριβώς δουλειά ήταν αυτή. Εγώ του είπα ότι μόλις είχα πιάσει την καινούρια μου δουλειά και δεν μπορούσα να πάρω άδεια. Εκτός όμως από αυτό, είχα και την γυναίκα μου έγκυο και έπρεπε να είμαι δίπλα της. Ο Μ. μου είπε να το ξανασκεφτώ γιατί θα έπαιρνα πολύ καλά λεφτά, χωρίς όμως να μου αναφέρει λεπτομέρειες παρόλο που τον ρώτησα. Έτσι, κλείσαμε το τηλέφωνο και δεν είπαμε τίποτα άλλο. Μετά από αυτό χάθηκε για λίγες μέρες, χωρίς να ξαναμιλήσουμε, μέχρι που με ξαναπήρε τηλέφωνο και μου είπε πάλι για αυτή τη δουλειά. Εγώ του απάντησα πάλι ότι δεν μπορούσα να φύγω από τη Θεσσαλονίκη, λόγω της δουλειάς μου και της γυναίκας μου. Αυτός επέμεινε να πάρω άδεια και να πάω στην Κρήτη, αλλά του εξήγησα ότι δεν μπορούσα. Και αυτή τη φορά δεν μου είπε τίποτα για τη δουλειά αυτή, ούτε και για τα λεφτά που θα έπαιρνα αν δεχόμουν τελικά να έρθω. Στο τέλος, μου είπε ότι μπορεί να ερχόταν αυτός Θεσσαλονίκη, γιατί ήθελε να τα πούμε καλύτερα από κοντά, παρά να μιλάμε από το τηλέφωνο.
Μετά από 1-2 μέρες ή την 13-9-2017 ή την 14-9-2017 με πήρε τηλέφωνο στο κινητό μου, με απόκρυψε και μου είπε ότι είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη με αεροπλάνο, ζητώντας μου να βρεθούμε από κοντά. Εγώ του είπα ότι δούλευα εκείνη τη στιγμή και ότι θα πήγαινα να τον βρω όταν θα σχολούσα. Με πήρε δυο ή τρεις φορές τηλέφωνο με απόκρυψη και μου ζητούσε οδηγίες για το πώς θα ερχόταν κοντά στη δουλειά μου, στην Αγίου Δημητρίου. Την τελευταία φορά με πήρε τηλέφωνο από άγνωστο κινητό τηλέφωνο, το οποίο, όπως μου είπε, το δανείστηκε από τη σερβιτόρα μια καφετέριας που είχε κάτσει.
Τελικά, όταν σχόλασα πήγα και τον βρήκα σε εκείνη την καφετέρια που μου είπε ότι καθόταν. Κάτσαμε εκεί οι δυο μας, καμιά ωρίτσα περίπου. Μου είπε ότι πριν από λίγες μέρες είχε βάλει φωτιά στα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ στο Ρέθυμνο, στο πλαίσιο μιας δράσης ενός συλλόγου, στον οποίο είναι μέλος και προσπαθούν να αποτρέπουν πλειστηριασμούς. Για τον λόγο αυτό κιόλας μου είπε ότι δεν είχε πάρει μαζί του το κινητό του τηλέφωνο, για να μην ξέρει κανείς ότι ήρθε στη Θεσσαλονίκη. Όπως μου είπε, το κινητό του το είχε αφήσει στην Κρήτη. Αφού φύγαμε από εκεί, πήγαμε με τα πόδια στο σταθμό των τρένων για να πάρει ένα λεωφορείο το «78» για να πάει στο αεροδρόμιο και να γυρίσει στην Κρήτη. Όσο περπατούσαμε μου είπε ξανά για τη δουλειά που μου είχε πει τις προηγούμενες φορές. Μου ζήτησε να πάω κάτω στην Κρήτη και να τον βοηθήσω και ότι θα έπαιρνα καλά λεφτά. Εγώ ρώτησα τι δουλειά ήταν αυτή και τότε μου εξήγησε ότι η δουλειά αφορούσε μια απαγωγή ενός επιχειρηματία, στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος. Μου εξήγησε μάλιστα, ότι ο ίδιος δεν ήταν από την αρχή στην απαγωγή, αλλά ότι την είχε αναλάβει από κάποιον άλλο, χωρίς να μου πει βέβαια από ποιον. Εγώ πρώτη φορά άκουγα για την απαγωγή από τον Μανώλη, δεν την γνώριζα πιο πριν, ούτε ήξερα ποιος ήταν αυτός ο επιχειρηματίας. Να σας πω την αλήθεια, δεν τον ρώτησα καν ποιος ήταν αυτός και δεν ήθελα κιόλας να μάθω. Μου είπε ότι με χρειαζόταν να κατέβω στην Κρήτη και να αναλάβω τη φύλαξη του ανθρώπου αυτού, λέγοντάς μου μάλιστα ότι «Είναι ένα ήσυχο ανθρωπάκι».
Μου είπε ακόμα ότι εγώ θα περάσω πολύ καλά, θα είμαι σε σπίτι με πισίνα, θα κάνω τα μπάνια μου και θα είμαι σε άλλο χώρο από τον απαχθέντα, ο οποίος θα βρισκόταν σε ξεχωριστό δωμάτιο. Η αμοιβή μου για αυτή τη δουλειά θα ήταν 100.000 ευρώ και θα καθόμουν για 15-20 μέρες περίπου. Μάλιστα, μου είπε ότι θα μπορούσα να πάρω και τη γυναίκα μου μαζί μου και θα είναι σα να κάνουμε διακοπές. Εγώ του είπα ότι δεν πρόκειται να το έλεγα καν στην γυναίκα μου τέτοιο πράγμα, πόσο μάλλον να την πάρω και μαζί μου.
Ο Μ. τελικά με έβαλε σε σκέψεις για τη δουλειά αυτή, γιατί όντως είχα μεγάλη ανάγκη για λεφτά, αλλά του εξήγησα ότι μου ήταν πολύ δύσκολο, γιατί και φοβόμουν, αλλά και δεν ήταν καθόλου εύκολο να φύγω από τη Θεσσαλονίκη, για τόσες μέρες και να πάω στην Κρήτη. Τελικά, δεν του έδωσα απάντηση, λέγοντας ότι θα το σκεφτώ.
Τις επόμενες μέρες ο Μ. με έπαιρνε τηλέφωνο από κινητά που δεν γνώριζα, ούτε τα θυμάμαι και με ρωτούσε αν είχα αποφασίσει για το τι θα έκανα. Εγώ του έλεγα ότι θέλω να το σκεφτώ λίγο ακόμα και δεν του έδινα απάντηση. Τελικά την 17-9-2017 πήρα απόφαση να πάω στην Κρήτη και να πάω στο μέρος όπου κρατούνταν ο άνθρωπος αυτός και να τον φυλάω. Έτσι πήρα τηλέφωνο τον Μ. στο δικό του κινητό τηλέφωνο και του είπα ότι θα πάω στην Κρήτη για τη δουλειά. Την επόμενη μέρα το πρωί, στις 18-9-2017 με πήρε τηλέφωνο ένας άντρας, δεν θυμάμαι από ποιο τηλέφωνο, ο οποίος μου είπε ότι τον λένε Μ. (ιδιοκτήτης της μάντρας) και μου ζήτησε να του πω το ονοματεπώνυμό μου και το όνομα του πατέρα μου για να μου κλείσει τα εισιτήρια. Εγώ του έδωσα τα στοιχεία που μου ζήτησε και μετά μου είπε ότι θα με ξανάπαιρνε για να μου πει τι ώρα θα πετούσα και τα στοιχεία της πτήσης.
Αμέσως άρχισα να σκέφτομαι τι θα πω στη γυναίκα μου και στους δικούς μου για το γεγονός ότι θα έλειπα τόσο καιρό. Έτσι σκέφτηκα να πω ότι θα πήγαινα για να εγκαταστήσω κάποια ξυλουργικά μηχανήματα σε ένα εργοστάσιο στην Κρήτη και ότι από αυτή τη δουλειά θα έβγαζα γύρω στα 3.000 με 4.000 ευρώ. Σε όλους είπα την ίδια ιστορία και κανένας δεν ήξερε τον πραγματικό λόγο για τον οποίο έφευγα. Από τη δουλειά μου ζήτησα και πήρα 20 μέρες άδεια με την ίδια δικαιολογία».
Έλεγχος της Αστυνομίας στο αυτοκίνητο που μετέφερε τον «φύλακα»
«Το απόγευμα της ίδιας μέρας, στις 19:25 της 18-9-2017, πέταξα με το αεροπλάνο από τη Θεσσαλονίκη στο Ηράκλειο. Όταν έφτασα στο Ηράκλειο βγήκα έξω και εκεί είδα ότι με περίμενε ο 45χρονος (αντιπρόεδρος του ΣΑΟΡ). Είχε έρθει να με πάρει με ένα αυτοκίνητο «WV GOLF» άσπρο, το οποίο μου είπε ότι το είχε δανειστεί από έναν φίλο του, χωρίς να μου πει το όνομά του. Αφού έβαλα τη βαλίτσα που είχα μαζί μου στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου, αφού δεν άνοιγε το πορτ-παγκάζ του, φύγαμε από το αεροδρόμιο και πήγαμε προς το Ρέθυμνο μέσω της εθνικής οδού. Πριν φτάσουμε στο Ρέθυμνο, στρίψαμε κάπου δεξιά και αμέσως περάσαμε κάτω από μία γέφυρα. Μετά τη γέφυρα μας σταμάτησε η Αστυνομία για έλεγχο και αφού μας έλεγξαν φύγαμε και συνεχίσαμε τον δρόμο μας. Αμέσως μετά βρεθήκαμε σε ένα χωριό, το οποίο δεν κατάλαβα ποιο είναι, ούτε είδα καμία ταμπέλα. Στο χωριό αυτό σταματήσαμε σε ένα σούπερ μάρκετ για να πάρουμε κάποια πράγματα, κυρίως φαγητά που χρειαζόμασταν για να τρώει ο άνθρωπος που θα φυλούσα.
Αφού ψωνίσαμε φύγαμε, βγήκαμε πάλι στην εθνική οδό, πήγαμε προς Ρέθυμνο, μετά στρίψαμε προς Ατσιπόπουλο, περάσαμε από ένα χωματόδρομο. Σταμάτησε το αυτοκίνητο ο Μ., μου είπε να περιμένω λίγο κι έφυγε. Ήταν σκοτάδι δεν είδα αν μπήκε σε κάποιο σπίτι ή αν συναντήθηκε με κάποιον. Ξεκινήσαμε ξανά και φτάσαμε κάπου που ήταν ένα κτίριο. Εκεί βρεθήκαμε με τον Μ. που μου είχε στείλει τα εισιτήρια (εννοεί τον ιδιοκτήτη της μάντρας). Τότε έμαθα το όνομα του. Μπήκαμε στο γραφείο του στο ισόγειο. Οι δυο τους μου είπαν να περιμένω εκεί ενώ μου ζήτησαν να αφήσω έξω από το γραφείο τα δυο μου κινητά τηλέφωνα γιατί φοβόταν μήπως μας παρακολουθεί η αστυνομία. Αυτοί πήγαν πάνω από το γραφείο, στο σπίτι. Επέστρεψε ο ιδιοκτήτης του χώρου και με ανέβασε πάνω. Μου είπαν ότι σε αυτό τον χώρο θα έμενα εγώ και μου έδειξαν τη σοφίτα πάνω λέγοντας μου πως εκεί κρατούσαν τον άνθρωπο, ότι τον λένε Μιχάλη Λεμπιιδάκη και είναι επιχειρηματίας.
Μου είπαν τι θα κάνω: να του μαγειρεύω να τρώει, να πηγαίνω να βλέπω αν είναι καλά ή να του απαντώ όταν χρειάζεται κάτι. Μου είπαν ότι ο Μιχάλης ήταν δεμένος με αλυσίδα και έφτανε μόνο να ανοίγει και να κλείνει την πόρτα.
Κάποια στιγμή ο Μιχάλης φώναξε «είναι κανείς εδώ;» και του απάντησα εγώ. Αμέσως με ρώτησε αν είμαι καινούριος, το κατάλαβε από τη φωνή. Με ρώτησε αν είχε φύγει ο «φιλόσοφος». Ο φιλόσοφος, όπως μου είπαν οι άλλοι δυο ήταν ο προηγούμενος φύλακας, χωρίς όμως να μου πουν το όνομα του».
Οι άλλοι δυο πριν φύγουν μου είπαν δεν θα έπρεπε να ανοίγω την πόρτα σε κανέναν, εκτός αν είναι αυτοί. Ο τρόπος που θα καταλάβαινα ότι είναι αυτοί ήταν ή με τηλέφωνο ή μήνυμα ή θα χτυπούσαν την πόρτα τέσσερις φορές. Το δωμάτιο που κρατούσαμε τον Μιχάλη ήταν ασφαλισμένο, το παράθυρο ήταν καλυμμένο με χαρτόνια από έξω και με εφημερίδες από μέσα. Δεν έμπαινε καθόλου φως μέσα. Μέσα στο δωμάτιο του Μιχάλη το πάτωμα ήταν παρκέ και είχε ένα στρώμα και μια χημική τουαλέτα.
Όπως μου είχε πει ο Μ.Κ. κάθε φορά που χρειάζονταν να πάω στη σοφίτα έπρεπε να φοράω μαύρη ζακέτα που μου είχαν δώσει, γάντια στα χέρια ένα σκούφο τύπου full face μαύρο με τρύπες στα μάτια και γυαλιά ηλίου. Μου είπαν ότι δεν θα έπρεπε να φαίνεται καθόλου το δέρμα μου. Πολλές φορές πήγαινα και καθόμουν μαζί του για να του κάνω παρέα. Μιλάγαμε και τον άκουγα. Ο Μιχάλης ήταν πολύ καλός άνθρωπος και πανέξυπνος. Στην αρχή εγώ ήμουν κοφτός και δεν ήθελα να κάθομαι πολύ μαζί του αλλά όσο περνούσε ο καιρός μαλάκωνα και εγώ πολύ. Ο Μιχάλης δεν είδε ποτέ τον πρόσωπο μου, ούτε το ήθελε κιόλας ο ίδιος, ήταν πολύ διακριτικός. Το όνομα μου δεν το ήξερε με φώναζε πάντα «φίλε». Στην υγεία του ήταν καλά, απλά ήταν πολύ αδύνατος. Προς το τέλος βέβαια είχε αρχίσει να έχει ρίγη και τελευταίες μέρες πριν έρθει η αστυνομία είχε πόνο στο στομάχι και πυρετό.
Η επικοινωνία μου με τον Μ.Κ. γινόταν με κλήσεις αλλά και με μηνύματα. Κάποιες φορές ερχόταν και ο ίδιος και ανέβαινε και αυτός πάνω στη σοφίτα για να δει αν είναι καλά ο Μιχάλης.
Ανάμεσα στις οδηγίες που είχα πάρει για να μην γίνουμε αντιληπτοί στους έξω ήταν να ανοίγω δυνατά το ραδιόφωνο, τον αποροφητήρα και ένα ανεμιστήρα τα οποία όλα έκαναν κάποιο θόρυβο ώστε να καλύπτουν τυχόν φωνή του Μιχάλη αν προσπαθούσε να φωνάξει. Αυτό παράλληλα είχε και τη χρησιμότητα να μην καταλαβαίνει ο Μιχάλης σε ποιο χώρο βρίσκεται, να μην ακούει δηλαδή εξωτερικούς θορύβους.
Εγώ αυτές τις ημέρες που έμεινα μέσα σε αυτό το σπίτι είχα τρελαθεί. Δεν ήμουν καθόλου καλά και μάλιστα το σκεφτόμουν πολύ σοβαρά να φύγω αλλά δεν μπορούσα. Μια μέρα μίλησα στον Μ.Κ. και του είπα ότι δεν αντέχω κλεισμένος μέσα στο σπίτι και του είπα ότι ήθελα έστω για λίγες ώρες να βγω έξω και να πάω να πιω έναν καφέ. Τελικά όσο και αν τον ρωτούσα δεν κατάφερα ποτέ να το πετύχω. Να σας πω την αλήθεια το σκεφτόμουν πολύ σοβαρά, αν με άφηναν να φύγω έστω και λίγο, να έφευγα τελείως και να μην ξαναγυρνούσα, δεν βρήκα την ευκαιρία όμως να κάνω κάτι τέτοιο.
Πολλές φορές ζήτησα από τον Μ.Κ. να έρθω σε επαφή με τον Μ.Σ. που με έφερε στην Κρήτη αλλά αυτός όλο μου έλεγε ότι θα γίνει χωρίς να γίνεται ποτέ. Από την ημέρα που πήγα στο κρησφύγετο μέχρι που μας βρήκε η αστυνομία δεν ξαναείδα τον Μ.Σ., ούτε και μίλησα μαζί του στο τηλέφωνο.
Προετοίμαζαν νέο κρησφύγετο για να μεταφέρουν τον Μ. Λεμπιδάκη
«Θέλω ακόμα να σας πω ότι μια εβδομάδα περίπου πριν τη σύλληψη ο Μ.Κ. μού είπε ότι θα γινόταν μεταφορά του Μιχάλη σε άλλο σπίτι. Μάλιστα μου είπε ότι το σπίτι αυτό ήταν ψηλά στο βουνό, θα είχε θέα από ψηλά στο Ρέθυμνο και ότι ήταν το σπίτι συγγενικού του προσώπου αλλά ότι δεν έμενε κανείς εκεί. Υπήρχαν κάποια παγόνια εκεί, όπως μου είπε, και καμιά φορά περνούσε από έξω ο ιδιοκτήτης του σπιτιού για να τα ταΐσει.
Λίγες μέρες μετά ο Μ.Κ. ήρθε και πήρε μερικά πράγματα όπως πιάτα και μαχαιροπήρουνα για να τα μεταφέρει στο σπίτι που μου είχε πει. Πήρε επίσης και το στρώμα του Μιχάλη για να το πάει και αυτό στο άλλο σπίτι. Στη θέση αυτή βάλαμε άλλο στρώμα.
Όπως μου είπε ο Μ.Κ., τη μεταφορά θα την κάναμε εγώ και αυτός κι ότι δεν θα ερχόταν ο Μ.Σ. (αντιπρόεδρος του ΣΑΟΡ) γιατί φοβόταν μήπως τον παρακολουθούν. Επειδή όμως εγώ του είπα ότι δεν πρόκειται να κάνω τέτοιο πράγμα χωρίς το Μ.Σ. τελικά μου είπε αργότερα ότι εγώ θα πήγαινα με κάποιον άλλο με ένα αυτοκίνητο ένα χιλιόμετρο μπροστά και ότι αυτός με τον απαχθέντα επιχειρηματία θα ερχόταν πιο πίσω. Τελικά όμως η μεταφορά αυτή ακυρώθηκε. Μάλιστα ο Μ.Κ. επέστρεψε στο σπίτι τα πράγματα που είχε πάρει, εκτός από το στρώμα.
Την επόμενη μέρα, το βράδυ, ήρθε στο σπίτι ο ιδιοκτήτης της μάντρας με έναν ακόμα άνδρα, τον οποίο εγώ δεν είδα ποτέ. Ο Μ.Κ. μού είπε ότι αυτός ήταν ο διαπραγματευτής που μιλούσε με την οικογένεια του απαχθέντα για τα λύτρα. Όταν έφυγαν εγώ ανέβηκα πάνω στον Μιχάλη και εκείνος μου είπε ότι τον έβαλαν να γράψει μια επιστολή στην οικογένειά του, την οποία θα έστελναν σε μία θεία του Μιχάλη που είναι στην Αθήνα. Όταν κατέβηκα κάτω βρήκα μια κόλλα Α4 που είχε ένα κείμενο γραμμένο από υπολογιστή. Διάβασα το περιεχόμενό του και είδα ότι ήταν μια συνομιλία για διαπραγμάτευση, ενώ κατάλαβα ότι ήταν μεταξύ του διαπραγματευτή και της οικογένειας. Την κόλλα αυτή την άφησα εκεί που τη βρήκα και την άλλη μέρα ήρθε ο ιδιοκτήτης του κρησφύγετου και την πήρε.
Κάποια στιγμή ο Μιχάλης άρχισε να λέει ότι ήθελε τηλεόραση. Εγώ ζήτησα από τον Μ.Κ. να φέρει καλώδια για να συνδέσουμε τηλεόραση και εκείνος τελικά έφερε. Επειδή όμως μου ζητούσε ο Μιχάλης να του δώσω το τηλεχειριστήριο για να αλλάζει μόνος του τα κανάλια, εγώ πήρα τηλέφωνο τον Μ.Κ. και τον ρώτησα αν με άφηνε να κάνω κάτι τέτοιο. Τελικά μου είπε να του το δώσω, αφού μου πρότεινε να βγάλω το κουμπί του «teletext», ώστε να μην μπορεί ο Μιχάλης να στείλει κάποιο μήνυμα.
Τις τελευταίες μέρες ο Μιχάλης δεν ήταν καλά. Δεν είχε όρεξη να φάει, είχε ρίγος, στομαχόπονο και πυρετό. Γι’ αυτό εγώ πήρα τον Μ.Κ. και του ζήτησα να φέρει φάρμακα για το στομάχι του. Τα φάρμακα αυτά μου τα έφερε την Κυριακή το πρωί, αλλά δεν πρόλαβα να τα δώσω στον Μιχάλη. Τη Δευτέρα το πρωί  ήρθε η αστυνομία στο σπίτι».
Ανασκεύασε ο 46χρονος αγροτοκτηνοτρόφος σημεία της αρχικής του κατάθεσης
Ο 46χρονος αγροτοκτηνοτρόφος από τα Φρατζεσκιανά Μετόχια, ναι μεν και ενώπιον του ανακριτή, όπως είχε κάνει και στη διάρκεια της αστυνομικής προανάκρισης, ομολόγησε τη συμμετοχή του στην απαγωγή του επιχειρηματία, ωστόσο δεν αποκάλυψε άλλα ονόματα και επιπλέον ανασκεύασε κάποια πράγματα που είχε καταθέσει στους αστυνομικούς και είχαν κριθεί σημαντικά.
Ο κατηγορούμενος επανέλαβε ότι στην απαγωγή τον «έβαλαν» τις πρώτες μέρες και συγκεκριμένα το πρώτο δεκαπενθήμερο του Απριλίου ένας άνδρας που υποστήριξε ότι είναι Ρώσος και τον αποκαλούσαν Γιάννη και ένας δεύτερος άνδρας μάλλον Ρώσος κι εκείνος που του ζήτησαν να αναλάβει τη φύλαξη και την καθημερινή διατροφή του Μ. Λεμπιδάκη, έναντι 100.000 ευρώ. Συμφώνησε, είπε, και αυτό έκανε μέχρι πριν ενάμισι μήνα, οπότε αποσύρθηκε επειδή είχε στοχοποιηθεί ύστερα από ένα έλεγχο της αστυνομίας στο αυτοκίνητο του.
Όπως και προανακριτικά είχε πει, επανέλαβε ότι εκείνος έκανε τον φρουρό του επιχειρηματία σε δυο διαφορετικά κρησφύγετα, αρνήθηκε όμως να αποκαλύψει που βρίσκονται λέγοντας ότι φοβάται για τη ζωή του. Στις επίμονες ερωτήσεις της ανακρίτριας ποια είναι τα πρόσωπα που φοβάται δεν απάντησε. Ερωτώμενος επίσης για άλλα πρόσωπα με τα οποία συνεργάστηκε στην απαγωγή και ποια άλλα πρόσωπα είχε δει στα κρησφύγετα, ο 46χρονος  απάντησε ότι δεν ξέρει κανέναν άλλο πλην του Γιάννη του Ρώσου διότι οι υπόλοιποι όταν πήγαιναν στα κρησφύγετα φορούσαν κουκούλες και γάντια.
Ο 46χρονος κατηγορούμενος είναι ο οδηγός του οχήματος το οποίο οι αστυνομικοί κατόπιν παρακολούθησης το είχαν εντοπίσει να κάνει βόλτες τη νύχτα της 6 προς 7 Ιουλίου από το Πάνορμο μέχρι τις Σίσσες και αντίστροφα. Στην επιστροφή του δρομολογίου του από τις Σίσσες οι αστυνομικοί εγκλώβισαν και ακινητοποίησαν το όχημα σε παράδρομο στην περιοχή της Σκαλέτας. Εκτός του οδηγού, σε αυτό επέβαιναν δυο ακόμα άτομα. Ο 22χρονος από τα Σφακιά και ο 44χρονος Ρεθεμνιώτης επιχειρηματίας. Όταν αντιλήφθηκαν την Αστυνομία κάποιος εκ των τριών πέταξε ένα κινητό. Να σημειωθεί ότι κανείς εκ των τριών δεν είχε μαζί του κινητό τηλέφωνο. Το τηλέφωνο που είχαν πετάξει οι αστυνομικοί το βρήκαν κατεστραμμένο σε διάφορα σημεία του δρόμου.
Την ίδια εκείνη νύχτα οι απαγωγείς είχαν στείλει μηνύματα διαπραγμάτευσης στην οικογένεια Λεμπιδάκη. Από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου οι κεραίες έδειξαν ότι τα μηνύματα είχαν σταλεί από την περιοχή στην οποία «έκοβε βόλτες» το παραπάνω όχημα.
Σε ένα από τα κομμάτια του κατεστραμμένου κινητού τηλεφώνου είχε βρεθεί αποτύπωμα του 22χρονου από τα Σφακιά.
Ερωτώμενος ο 46χρονος από τα Φρατζεσκιανά Μετόχια από την ανακρίτρια για εκείνο το βράδυ ο κατηγορούμενος είπε διαφορετικά πράγματα από αυτά που είχε πει στους αστυνομικούς την ημέρα της σύλληψης του.
Στους αστυνομικούς είχε καταθέσει ότι οι δυο συνεπιβάτες του έστελναν εκείνη τη νύχτα μηνύματα στην οικογένεια Λεμπιδάκη. «Εγώ οδηγούσα και κατά τη βόλτα μας αυτοί κρατούσαν ένα κινητό κι έστελναν κάποια γραπτά μηνύματα στην οικογένεια του κυρίου Μιχάλη, δεν ξέρω τι έγραφαν. Λίγο αργότερα μας σταμάτησε η αστυνομία και μας κατέβασε για έλεγχο. Το κινητό που έστελναν τα μηνύματα στην οικογένεια κάποιος απ’ αυτούς το είχε πετάξει έξω από το αμάξι αλλά δεν είδα ποιος» είχε καταθέσει.
Στην ανακρίτρια όμως ο 46χρονος φέρεται να ανασκεύασε τα παραπάνω. Και όπως είπε, εκείνος οδηγούσε και οι άλλοι δυο δεν είδε τι έκαναν, δεν γνωρίζει αν έστελναν μηνύματα. Θυμάται όμως, όπως είπε, ότι ο 22χρονος κρατούσε ένα κινητό κι ότι μιλούσε με μια κοπέλα. Η συνομιλία τους ήταν έντονη, ο 22χρονος είχε εκνευριστεί κι από τα νεύρα του πέταξε το τηλέφωνο έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου.
Πηγή:rethnea.gr
Διαφήμιση
Διαφήμιση

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΣΧΟΛΙΑ

Το Daynight.gr σέβεται απόλυτα το δικαίωμα σας στην ελεύθερη γνώμη στο πλαίσιο πάντα ενός κόσμιου διαλόγου. Τα σχόλια που ακολουθούν εκφράζουν και απηχούν αποκλειστικά τον αναγνώστη/ρια και το Daynight.gr διατητηρεί το δικαίωμα να μην αναρτά ή/και να διαγράφει απρεπή, υβριστικά και διαφημιστικά σχόλια.

[gs-fb-comments]