Κόσμος
Ο εκτελεστής του Πάμπλο Εσκομπάρ: Ο «πιο επικίνδυνος άνθρωπος στον κόσμο», που οργάνωσε δολοφονίες 3.000 ατόμων
Οι αριθμοί και μόνο συγκλονίζουν: Ο Τζον Τζάιρο Βελάσκεζ, εκτελεστής του «βαρώνου της κοκαΐνης», Πάμπλο Εσκομπάρ, έχει σκοτώσει ο ίδιος περίπου 300 ανθρώπους, ενώ θεωρείται πως έχει οργανώσει τις δολοφονίες περίπου 3.000- μεταξύ των οποίων δημοσιογράφοι, πολιτικοί και αντίπαλοι του Εσκομπάρ.
Ο Βελάσκεζ βρίσκεται στο επίκεντρο εκτενούς δημοσιεύματος της Mirror, που πήρε συνέντευξή του, με τον δημοσιογράφο να τον συναντά κάπου στη Κολομβία. «Κάποτε δεν το σκεφτόμουν καθόλου για τις δολοφονίες δημοσιογράφων, ήταν από τις πιο εύκολες» λέει χαρακτηριστικά. «Δύο σφαίρες, σε οποιονδήποτε από τους δύο κροτάφους. Η ζωή σου τελειώνει μέσα στον χτύπο μιας καρδιάς».
Ο Βελάσκεζ, που έχει καταδικαστεί για δολοφονίες, έδωσε τη συνέντευξη στη Sunday Mirror, κοντά στο σημείο όπου ζει τώρα, φυλασσόμενος 24 ώρες το 24ωρο. Γνωστός με το ψευδώνυμο «Ποπάι», όπως προαναφέρθηκε, έχει σκοτώσει ο ίδιος 300 ανθρώπους, ενορχηστρώσει άλλες 3.000 δολοφονίες και πληρωνόταν μέχρι και περίπου 100.000 δολάρια για κάθε χτύπημα που έκανε αυτός προσωπικά. Ήταν επίσης ο «εγκέφαλος» πίσω από 200 βόμβες σε αυτοκίνητα κατά τη διάρκεια του πολέμου ανάμεσα στο καρτέλ του Μεντεγίν του Εσκομπάρ εναντίον των αντιπάλων του και των κολομβιανών αρχών.
Ακόμη, είναι επίσης υπεύθυνος για γνωστές υποθέσεις απαγωγών, μεταξύ των οποίων και του γενικού εισαγγελέα Κάρλος Μάουρο Χόγιος το 1988. Είχε τον τίτλο «Asesino de confianza de Pablo Escobar» (Έμπιστος Δολοφόνος του Πάμπλο Εσκομπάρ) και αργότερα ομολόγησε πως ήταν ο ίδιος που σκότωσε τον απαχθέντα Χόγιος.
Λίγες ημέρες αργότερα, είχε απαγάγει τον υποψήφιο για τη δημαρχία της Μπογκοτά, Αντρέ Παστράνα, ο οποίος επέζησε και αργότερα έγινε ο 57ος πρόεδρος της Κολομβίας. Ο «Ποπάι» δεν είχε πρόβλημα να σκοτώσει τον οποιονδήποτε: Από τη δολοφονία της τότε φίλης του μέχρι τη βομβιστική επίθεση σε αεροπλάνο, κατά την οποία σκοτώθηκαν 107 άνθρωποι, δεν είχε όρια. Ο ίδιος ισχυρίζεται πως απλά εκτελούσε εντολές.
Σήμερα, εμφανισιακά δεν θυμίζει κάποιον που θα ενέπνεε τόσο τρόμο. «Πρέπει να καταλάβεις ότι ήμουν επαγγελματίας δολοφόνος. Όποτε αφαιρούσα μια ζωή, δεν ένιωθα τίποτα. Ούτε ντροπή, ούτε λύπη, ούτε χαρά. Ήταν απλά άλλη μια μέρα στη δουλειά, εκτελώντας τις εντολές του Δον Πάμπλο. Οι φόνοι ήταν εύκολοι. Ήμουν σε πόλεμο και σκότωναν την οικογένεια, τους φίλους και τους συναδέλφους μου. Τους έβρισκα αποκεφαλισμένους, με κομμένα μέλη. Έπρεπε να πολεμήσουμε τη φωτιά με τη φωτιά. Κατά τον πόλεμο, όταν το Search Bloc (ειδική ομάδα της αστυνομίας που στήθηκε για το κυνήγι του Εσκομπάρ) πήρε τον έλεγχο των νεκροτομείων στο Μεντεγίν, έβαζαν τους φίλους μου ζωντανούς σε κλιβάνους και τους πετούσαν από ελικόπτερα, από ύψη άνω των 300 μέτρων. Τους έβρισκα με τρυπανισμένα γόνατα, δόντια και εγκεφάλους».
«Οπότε αρχίσαμε να κάνουμε τα ίδια, και περισσότερα, επειδή πρέπει να λειτουργείς έτσι για να επιζήσεις. Ήταν εύκολο να σκοτώνεις. Είχα μια δουλειά να κάνω, δεν ήταν πρόβλημα».
Ο «Ποπάι» συνάντησε τον Εσκομπάρ στα 17, αμέσως αφού βρέθηκε εκτός της σχολής της κολομβιανής αστυνομίας. Είχε άδεια οπλοφορίας, οπότε έπιασε δουλειά ως σωματοφύλακας μιας από τις ερωμένες του «βασιλιά της κοκαΐνης». Αλλά όταν η σχέση αυτή τελείωσε, ο Εσκομπάρ κράτησε τον «Ποπάι». «Όταν τον συνάντησα για πρώτη φορά, ήταν σαν να έβλεπα θεό. Είχε αυτή την τρομερή παρουσία, σαν μια αύρα γύρω του. Είχε απίστευτο μαγνητισμό, αλλά ήταν και απίστευτα απλός. Την ημέρα που τον κοίταξα στα μάτια ήξερα πως θα πέθαινα για αυτόν αν χρειαζόταν. Παρά το πώς τον δείχνουν στις ταινίες, ήταν ένας πολύ ήσυχος άνθρωπος, ένας φίλος και πατρική φιγούρα. Όλα αυτά τα χρόνια δεν με απείλησε ποτέ, ούτε μία φορά. Απλά έκανα αυτά που μου έλεγε. Και ακόμα και αν δεν ήταν μορφωμένος, είχε απίστευτα μεγάλη εγκληματική νοημοσύνη. Ήξερε πώς λειτουργούσαν οι άνθρωποι. Ο Δον Πάμπλο σεβόταν πολύ αυτούς που του ήταν πιστοί. Μάγευε τα μυαλά των ανθρώπων μέσω της φιλίας που τους έδειχνε. Ποτέ δεν φώναζε, ποτέ δεν έκανε κακεντρεχή σχόλια, τίποτα, ήταν ξεκάθαρος. Μιλούσε αργά, με πολύ σεβασμό, κοιτούσε τους πάντες στα μάτια όταν τους μιλούσε».
Ο πρώτος φόνος του «Ποπάι», όπως λέει, ήταν ενός οδηγού που απομακρύνθηκε ενώ μια ηλικιωμένη κατέβαινε από το λεωφορείο του, με αποτέλεσμα αυτή να πέσει και να πεθάνει αργότερα. «Ο γιος της ζήτησε την άδεια του Δον Πάμπλο, επειδή κανείς δεν μπορούσε να σκοτωθεί στην πόλη χωρίς αυτή. Ο Δον Πάμπλο είπε “ναι, βέβαια, του αξίζει να σκοτωθεί, είναι κακός”. Μου ανέθεσαν τη δουλειά και ακολούθησα τις εντολές του. Τον βρήκα και τον πυροβόλησα. Δεν ένιωσα τίποτα. Ήταν το ίδιο για όλους. Η ιδέα ότι κάποιος δεν μπορεί να κοιμηθεί επειδή σκέφτεται ότι σκότωσε κάποιον δεν είχε σχέση με εμένα. Αυτά που έκανα ποτέ δεν μου στέρησαν τον ύπνο».
Και η δουλειά του του απέφερε κέρδη. «Θυμάμαι ότι το λαχείο του Μεντεγίν ήταν να δώσει 80 εκατ. πέσος, και όταν ο Δον Πάμπλο μου ανέθεσε μια δολοφονία, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε “Ποπάι, πόσα δίνει η λοταρία; 80 εκατ. πέσος. Θα σε κάνω πιο πλούσιο από ό,τι θα σε έκανε το λαχείο. Θα σου δώσει 100 εκατ. πέσος (περίπου 33.000 δολάρια)- πήγαινε τώρα, βρες αυτόν τον άνδρα και σκότωσέ τον”. Το έκανα και μου έδωσε τα λεφτά». Το πόσο ιλιγγιώδες είναι αυτό το ποσό φαίνεται από το ότι σήμερα ο μέσος μισθός στην Κολομβία (ετησίως) είναι λίγο πάνω από τα 8.000 δολάρια.
Ο «Ποπάι» ήταν επίσης προσωπικός σωματοφύλακας του Εσκομπάρ. Όταν εκείνος φυλακίστηκε για πέντε χρόνια στη δική του φυλακή (La Catedral) και έκανε συμφωνία με την κολομβιανή κυβέρνηση, πήγε και ο «Ποπάι». Παρά την υποτιθέμενη φυλάκιση, ο Εσκομπάρ διατήρησε την αυτοκρατορία του, κερδίζοντας απίστευτα ποσά και δίνοντας εντολές για δολοφονίες. Όταν έγινε γνωστό πως οι αδελφοί Μοντσάντα και Γκαλεάνο υπεξαιρούσαν χρήματα του καρτέλ του Μεντεγίν, ο Εσκομπάρ τους κάλεσε «για κουβέντα» στη La Catedral. Εκεί διέταξε τον βασανισμό και τη θανάτωσή τους. «Τους έκοψα τα χέρια και τα πόδια, και μετά έκαψα τα πτώματα. Μας αδίκησαν, το διορθώσαμε» λέει ο «Ποπάι», χωρίς ίχνος συναισθήματος.
Ο Βελάσκεζ παραδόθηκε στις αρχές το 1992, έναν χρόνο αφού ο Εσκομπάρ σκοτώθηκε από αστυνομικούς. Όταν συνελήφθη, είπε στους αστυνομικούς, είπε ότι «δεν χρωστάω τίποτα σε κανέναν. Δεν έκανα τίποτα λάθος».
Μετά από 22 χρόνια φυλάκισης για τον φόνο του υποψηφίου για την προεδρία Λουΐς Κάρλος Γκαλάν το 1989- τον μόνο φόνο για τον οποίο καταδικάστηκε- αφέθηκε ελεύθερος πριν δύο χρόνια. Ζει σε μυστική τοποθεσία και πιστεύει ότι η πιθανότητα να τον σκοτώσει κάποιος από τους πολλούς εχθρούς του είναι 80%, καθώς αποκάλυψε τα ονόματα μελών του καρτέλ στις αρχές, στο πλαίσιο συμφωνίας.
Όσον αφορά στα θύματά του, επιμένει ότι ήταν «απώλειες πολέμου», ενώ δηλώνει και ο ίδιος «θύμα του Δον Πάμπλο», καθώς και ότι έχει μετανιώσει και αναμορφωθεί. Παρόλα αυτά, δέχεται ότι «είμαι ακόμα ικανός να σκοτώσω, αλλά αν δεν με στριμώξουν, ελπίζω ότι δεν θα χρειαστεί να το ξανακάνω».
Πηγή:huffingtonpost
ΣΧΟΛΙΑ
Το Daynight.gr σέβεται απόλυτα το δικαίωμα σας στην ελεύθερη γνώμη στο πλαίσιο πάντα ενός κόσμιου διαλόγου. Τα σχόλια που ακολουθούν εκφράζουν και απηχούν αποκλειστικά τον αναγνώστη/ρια και το Daynight.gr διατητηρεί το δικαίωμα να μην αναρτά ή/και να διαγράφει απρεπή, υβριστικά και διαφημιστικά σχόλια.